Την Τουρκία τη γνωρίζω αρκετά καλά. Την έχω επισκεφθεί πολλές φορές και έχω πλήθος από βιωματικές ιστορίες και γεγονότα δεδομένου ότι είχαμε και γραφείο στην Τουρκία σε συνεργασία με Τούρκους και Έλληνες. Την πρώτη φορά που πήγα ήταν το 1952, μαθητής ακόμα στο γυμνάσιο της Χίου, από τη Σμύρνη στην Κωνσταντινούπολη με πούλμαν. Συνέπεσε μάλιστα με την επίσκεψη του βασιλικού ζεύγους της Ελλάδας, μετά από πολλά χρόνια, στην Πόλη. Μας φιλοξένησαν σε ένα μοναστήρι στη νήσο Πρώτη, στα Πριγκηπόνησα. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από τη Χίο πηγαίνοντας σε μία μεγαλούπολη, όλα ήταν πρωτόγνωρα, ενδιαφέροντα και εντυπωσιακά. Πόσω μάλλον η Κωνσταντινούπολη που είναι μία από τις ωραιότερες και ενδιαφέρουσες πόλεις με ιστορία συνδεδεμένη με το Γένος μας. Αυτό που θυμάμαι πάρα πολύ έντονα είναι οι πολλές εκκλησίες (έχει περίπου 70). Σαν Χιώτες πήγαμε στον Άγιο Ιωάννη των Χίων όπου εντυπωσιαστήκαμε από την εκκλησία αλλά και τον πλούτο της. Επίσης θυμάμαι πολύ έντονα την περιποίηση που μας έκαναν οι ομογενείς στα Πριγηπόνησα, μάλιστα ορισμένα Ελληνόπουλα μας έδειξαν πολλή αγάπη. Θυμάμαι ότι ήταν πολύ πιο εξελιγμένα από μας, πιο πλούσια και πιο μοντέρνα. Δεν θα ξεχάσω ότι τα κορίτσια τότε φορούσαν καυτά σορτς και γύριζαν μόνα τους στα νησιά, ενώ τα δικά μας κορίτσια δεν μπορούσαν καν να βγουν μόνα τους από το σπίτι, έπρεπε να συνοδεύονταν από αδερφό ή ξάδερφό τους… Δεύτερη φορά βρέθηκα στην Τουρκία το 1969, μόλις γυρίσαμε από την Αμερική με τη γυναίκα μου και πήγαμε στη Σμύρνη. Χρησιμοποιήσαμε τα αμερικανικά μας διαβατήρια και στην αρχή μιλούσαμε αγγλικά γιατί είχαμε μια φοβία, η οποία ήταν καλλιεργημένη θα έλεγα και με κάποιο σχετικό μίσος. Θυμάμαι στο ξενοδοχείο που μέναμε ο υπάλληλος κατάλαβε ότι είμαστε Έλληνες και άρχισε να μας μιλάει ελληνικά και έτσι συνεχίσαμε να μιλάμε και εμείς ελληνικά. Όπως μιλούσαμε είδαμε ότι πάρα πολύς κόσμος εκείνα τα χρόνια μιλούσε ελληνικά καθώς όλα τα παράλια ήταν γεμάτα από Έλληνες. Επίσης καταλάβαμε ότι όχι απλώς μας μιλούσαν στη γλώσσα μας αλλά μας αντιμετώπιζαν και με κάποια συμπάθεια θα έλεγα. Θυμάμαι τους παππούδες μου με πόση αγάπη μιλούσαν για τη Σμύρνη η οποία τότε, πριν από την απελευθέρωση το 1912, ήταν σαν πρωτεύουσα της Χίου. Μάλιστα οι παππούδες μου είχαν και πολλούς κουμπάρους απέναντι, οι οποίοι μετά το 1922 ήρθαν και έμειναν στα σπίτια τους για αρκετό χρονικό διάστημα. Γενικά οι Χιώτες τα πήγαιναν καλά με τους Τούρκους γιατί λόγω μαστίχας είχαν ένα είδος αυτοδιοίκησης, τη δημογεροντία. Ερχόταν ο Τούρκος εισπράκτορας να εισπράξει τους φόρους, τον κερνούσαν μερικά ρακιά και τα βρίσκανε. Μετά που ήρθαν οι Έλληνες τους έκλεισαν τα καζάνια που βγάζανε το ούζο και πλήρωναν φόρους. «Α, μωρέ» λέγανε για πλάκα «το τούρκικο ούζο ήταν πιο γλυκόπιοτο…». Μία άλλη φορά που πήγα στα Πριγκηπόνησα ήταν του Προφήτη Ηλία. Βλέπω μία τεράστια σειρά από Τούρκους που περίμεναν να προσκυνήσουν στην εκκλησία την εικόνα. Έμεινα έκπληκτος και ρώτησα, οι Τούρκοι πάνε να προσκυνήσουν τον Άγιο; Μου απάντησαν ότι τον Προφήτη Ηλία τον πιστεύουν και οι Τούρκοι όπως τον Άγιο Γεώργιο, τον Άγιο Νικόλαο, ίσως και άλλους. Το 1986 όταν η ελληνοτουρκική φιλία ήταν στα φόρτε της και ο Θεοδωράκης με τον Livaneli τραγουδούσαν μαζί σε συναυλία στην Κωνσταντινούπολη, επειδή η εταιρεία μας είναι παλιά και πρωτοκλασάτη μάς είχαν πλησιάσει ορισμένοι από το εμπορικό τμήμα της τουρκικής πρεσβείας για να ανοίξουμε όμοιο γραφείο στην Κωνσταντινούπολη. Είχαμε κι άλλα γραφεία ανοίξει στη Βουλγαρία, στην Κύπρο και στο Λονδίνο και επειδή είχαμε στο πρόγραμμα την Κωνσταντινούπολη το ανοίξαμε σε συνεργασία με Τούρκους και Έλληνες. Μάλιστα δύο Έλληνες εφοπλιστές είχαν σχέση με μια εταιρεία στον Καναδά η οποία έφτιαχνε ανεμογεννήτριες και έτσι αποφασίσαμε να προωθήσουμε αυτό το τεράστιο έργο. Θυμάμαι πόσο καλή εντύπωση μας είχε κάνει τότε η συνεργασία μας με τους Τούρκους αλλά και η ταχύτητα με την οποία ανταποκρίνονταν και παρέκαμπταν όλες τις γραφειοκρατίες. Το project έφτασε στο στάδιο των υπογραφών αλλά εκεί δυστυχώς ανακαλύψαμε ότι οι Καναδοί ήταν ψιλο-απατεώνες, οι ανεμογεννήτριες δεν έβγαζαν την απόδοση που έλεγαν και έτσι η συνεργασία δεν προχώρησε. Εν τω μεταξύ όμως είχαμε έρθει αρκετά κοντά με τους Τούρκους συνεργάτες που μου έλεγαν ότι θα μείνουμε φίλοι μέχρι τον τάφο. Δεν ξεχνώ μια Πρωτοχρονιά που ήμασταν εκεί και πέρασαν όλοι οι εργαζόμενοι και έσκυβαν να φιλήσουν το χέρι μας και μας έλεγαν κάτι στα τουρκικά. Ρώτησα να μάθω τι έλεγαν και μου μετέφρασαν «Ευχαριστούμε που μας δίνετε ψωμί και τρώμε»· πρωτόγνωρο βέβαια για τα ελληνικά δεδομένα, τότε ήταν η περίοδος του Αντρέα που είχε δαιμονοποιήσει την επιχειρηματικότητα και κυρίως τους εφοπλιστές με το σλόγκαν “πίνουν το αίμα του λαού” και είπα μέσα μου, κοίταξε διαφορά νοοτροπίας. Αργότερα έφυγε από τη ζωή ο εκεί συνέταιρός μας και καθώς η ναυτιλία τότε ήταν σε φάση ύφεσης, κλείσαμε το γραφείο. Τότε από τα γραφεία μας περνούσε όλη η ελίτ της Τουρκίας, ακόμη και ο Αντιπρόεδρος της Βουλής ο οποίος ήταν αδερφικός φίλος με τον Έλληνα συνέταιρό μας. ΄Όταν ο Αντιπρόεδρος της Βουλής ήταν φοιτητής της Νομικής σπούδαζε μαζί με κάποιον Έλληνα ο οποίος έχασε τα μυαλά του, κατά τα λεγόμενά του, λόγω έρωτος και τον είχε βάλει ο ίδιος σε ένα άσυλο στην Κωνσταντινούπολη. Έφευγε από την Άγκυρα με όλη την κουστωδία του και πήγαινε να δει τον φίλο του στο άσυλο, το οποίο ήταν επί ποδός, και έπαιζε τάβλι μαζί του. Ο Αντιπρόεδρος με εκτιμούσε πάρα πολύ και μάλιστα μου έκανε πλάκα και μου έστειλε την προσωπική του φρουρά στην Κωνσταντινούπολη και πετάξαμε με το αεροπλάνο μέχρι την Άγκυρα. Εκεί με τεθωρακισμένη λιμουζίνα και με αστυνομικούς μπροστά και πίσω με πήγε στο γραφείο του στην Τουρκική Βουλή στην Άγκυρα, το οποίο ήταν τεράστιο, κάπου 500 τετραγωνικά, όλο δέρμα, και με συνέστησε και φάγαμε αρκετές φορές με πολλούς Τούρκους βουλευτές. Ο βουλευτής στην Τουρκία έχει μεγάλη αξία, παίρνει υψηλό μισθό αλλά έχει και πρόσβαση παντού. Οι συζητήσεις μας δεν ήταν πολιτικές, το μόνο που μου έλεγαν «κύριε Τομάζο όταν έχετε ένα εσωτερικό πρόβλημα θυμάστε τα ελληνοτουρκικά. Το ίδιο κάνουμε και εμείς». Ο ίδιος Αντιπρόεδρος είχε έρθει δυο-τρεις φορές στην Αθήνα μέσω Χίου ανεπίσημα και τον μόνο που εμπιστευόταν για την ασφάλειά του ήταν ο Έλληνας φίλος του. Οι Χιώτες αστυνομικοί μού έλεγαν «Τι τους έφερες αυτούς εδώ, θα μας χαλάσεις το καλοκαίρι» γιατί έπρεπε να τον φυλάνε λόγω των Κούρδων. Μάλιστα όταν ήρθε στην Αθήνα του ανταπέδωσα την πλάκα και πήγαμε με τη γυναίκα μου και χορεύαμε με τον κόσμο στο On the rocks. Εκεί μου είπε ότι πέρασε από τις πιο ωραίες βραδιές, αισθανόταν ελεύθερος και ανώνυμος. Κατά σύμπτωση ήταν και ο τότε δήμαρχος της Βούλας ο οποίος έκανε παρέα με τον Αντιπρόεδρο χωρίς να ξέρει ποιος είναι. Στη Γερμανία όταν ήμουν φοιτητής είχαμε νοικιάσει μια μεγάλη βίλα με δέκα μικρά δωμάτια και μέναμε ανά δύο άτομα. Είμαστε δύο Ιταλοί, δύο Έλληνες, δύο Τούρκοι, δύο Πέρσες, δύο Αυστριακοί και δύο Γερμανοί. Είχαμε κοινή κουζίνα. Οι Τούρκοι και εμείς ήμασταν οι πιο καθαροί στην κουζίνα, όλοι οι άλλοι ήταν λίγο βρωμιάρηδες και κάναμε παρέα μόνο με τους Τούρκους οι οποίοι μάλιστα ήταν από τη Σμύρνη. Κάναμε παρέα γιατί ταιριάζαμε, σχήμα οξύμωρο αλλά αληθές. Όταν πήγαμε το 1969 με τη γυναίκα μου, το Τσεσμέ ήταν ένα χωριουδάκι. Θυμάμαι ήταν σαν τα μαγαζάκια μετά την κατοχή –σακουλάκια με λίγα όσπρια κ.λπ.– είχες πράγματι την αίσθηση, φεύγοντας από τη Χίο και πηγαίνοντας στην Τουρκία, ότι πας σε μια τριτοκοσμική χώρα. Τώρα έχει αλλάξει η κατάσταση και όταν έρχεσαι από το Τσεσμέ στη Χίο, δυστυχώς, η Ελλάδα μοιάζει με τριτοκοσμική χώρα. Βέβαια η Χίος είναι επαρχία αλλά έχουμε μείνει στο ίδιο κτίριο και σχεδόν όλα είναι τα ίδια και με λιγότερο προσωπικό παρόλο που έχουμε πολλούς επισκέπτες από την Τουρκία, ενώ αν συγκρίνει κανείς τα τελωνεία τους, τους υπαλλήλους κ.λπ. είναι όλοι με κάρτες, οργανωμένοι κ.λπ. Τα παράλιά τους έχουν τεράστια ανάπτυξη, και εκεί που δεν έβλεπες κανένα φως, τώρα βλέπεις ολόκληρες πολιτείες και πολλούς νέους αυτοκινητόδρομους. Οι Τούρκοι θεωρούνται καλοί τουρίστες, και επειδή μοιάζουν πολύ με μας, για να βεβαιωθείς ότι είναι Τούρκοι πρέπει να τους ακούσεις να μιλάνε. Βέβαια στα παράλια μοιάζουμε πάρα πολύ, ορισμένοι από αυτούς μπορεί να είναι και ελληνικής καταγωγής. Τελευταία φορά πήγα στην Τουρκία πριν τέσσερις περίπου μήνες για μια επιθεώρηση πλοίου μαζί με άλλους Έλληνες. Μας έπιασε κατάθλιψη, γιατί σε αυτή την περιοχή που την ήξερα από παλιά και υπήρχαν μόνο κάτι καρνάγια τώρα έχει δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα από σύγχρονα ναυπηγεία. Μάλιστα στο ναυπηγείο που πήγαμε βρίσκονταν πέντε μεγάλα ελληνικά τάνκερ (περίπου 120000 dtw, μήκος περίπου 300 μέτρα και πλάτος 50) για επισκευή. Καταλαβαίνετε τα κέρδη όταν το κάθε βαπόρι αφήνει για κάθε επισκευή από 500.000 ευρώ έως 1,5 εκατομμύριο. Δυστυχώς, όπως τα καταφέραμε εδώ στην Ελλάδα, φεύγουν τα βαπόρια και πάνε στην Τουρκία. Κάπου διάβασα ότι πάνε 60 ελληνικά βαπόρια το μήνα στην Τουρκία για τους γνωστούς λόγους. Κατ᾽ αρχάς, εκτός όλων των άλλων, έχουμε απενεργοποιημένες δεξαμενές. Το service τους, απ᾽ ό,τι ρώτησα και έμαθα, ήταν ικανοποιητικό, βέβαια δεν έχουν την τεχνογνωσία που έχουμε εμείς αλλά εν πάση περιπτώσει προσπαθούν. Μια άλλη φορά έμενα σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο και το βράδυ έμεινα μέσα γιατί ο συνέταιρός μου ήταν αδιάθετος. Κατέβηκα, λοιπόν, κάτω στον χώρο που γίνονται οι δεξιώσεις και περπατούσα. Καθώς κοιτούσα μέσα σε μια αίθουσα μου είπε κάποιος «Ελάτε μέσα», γινόταν γάμος. Δεν ήθελα να πάω αλλά επέμενε «ελάτε, ελάτε μέσα» και με έβαλαν να κάτσω στο νυφικό τραπέζι. Γινόταν ο γάμος κάποιου μεγάλου τραπεζίτη από την Ελβετία με την κόρη κάποιου μεγάλου Τούρκου επιχειρηματία. Χάρηκαν πολύ που τους είπα ότι είμαι από την Ελλάδα, οι γυναίκες φορούσαν από τις ωραιότερες τουαλέτες που έχω δει, η ορχήστρα έπαιζε και μεταγλωττισμένα ελληνικά τραγούδια –Μαρία με τα κίτρινα – και επειδή τα καταφέρνω στον χορό χόρευα μαζί τους όλο το βράδυ… Ο πατέρας της νύφης με ευχαρίστησε και μου είπε ότι έδωσα τσακίρ κέφι στον γάμο της κόρης του. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την εκλογή Ερντογάν στην Τουρκία, έχει επιτευχθεί αυτό που ονομάζουν άνοιξη. Όπως και στις άλλες χώρες της Μεσογείου η αραβική άνοιξη ήταν η προσπάθεια των λαών να απαλλαγούν από την καταπίεση και να εκλέξουν κυβερνήσεις που θα πετύχαιναν πολιτική μεταρρύθμιση και κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτή την άνοιξη της Δημοκρατίας υποσχέθηκε και ο Ερντογάν για να εκλεγεί. Στην αρχή πέτυχε αρκετά, βελτίωσε το βιοτικό επίπεδο των Τούρκων γι’ αυτό και το κόμμα του από την ίδρυσή του έχει κερδίσει όλες τις εκλογές. Η καλή διακυβέρνηση δεν κράτησε για πολύ και ειδικά μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 ο Ερντογάν άρχισε μαζικές διώξεις εναντίον των αντιπάλων του υιοθετώντας τον αυταρχισμό των κεμαλιστών. Ως γνωστόν ο Ερντογάν κήρυξε πρόωρες εκλογές γιατί τον ευνοούν αυτή τη στιγμή οι συνθήκες, τα πήγε καλά στη Συρία, ισχύει ακόμα ο νόμος του πραξικοπήματος 2016, έχει τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης με το μέρος του, ενώ αργότερα θα ήταν χειρότερα για εκείνον με βασικό παράγοντα τη φθίνουσα οικονομία και μια ενωμένη αντιπολίτευση. Σε μία συζήτηση που είχα στο επιμελητήριο του Πειραιά με κάποιον της Νέας Δημοκρατίας γνώστη της εξωτερικής πολιτικής, στην ερώτηση μου πώς βλέπει τον Ερντογάν, απρόβλεπτο ή όχι, απάντησε ότι ο Ερντογάν δεν είναι απρόβλεπτος, όπως νομίζουμε. Βαδίζει βάσει σχεδίου, μέχρι ενός σημείου το οποίο προβλέπει. Η Τουρκία βρίσκεται σε ένα βαθύ διχασμό στα όρια του εμφυλίου. Αυτή η διαμάχη βλάπτει τον ίδιο τον λαό που ωθείται να τρέφεται με ειδήσεις ηρωισμού και ιστορίας για να ξεχνάει τα προβλήματά του. Κάτι ξέρουμε και μεις απ᾽ αυτά... Η οικονομία στην Τουρκία είναι εκεί που ήταν η Ελλάδα το 2009. Κοινωνικά βρίσκεται στην αντίστοιχη με μας περίοδο του 1946-1949 και πολιτικά όσα συμβαίνουν θυμίζουν τη δική μας επταετία, 1967-1974. Υπ᾽ αυτές τις συνθήκες η οικονομία πισωγυρίζει, ο τουρισμός μειώνεται, παρόλο που φέτος παρουσιάζει ενδείξεις ανάκαμψης και οι σχέσεις τους με τη Δύση δεν ήταν ποτέ τόσο τεταμένες. Ο τουρκικός λαός έχει αποδείξει ότι πολύ εύκολα γίνεται όχλος, γι’ αυτό πρέπει εμείς να μη δίνουμε αφορμές στους πολιτικούς για να τρέφουν τον όχλο. Το θέμα είναι ότι και εμείς έχουμε μία κυβέρνηση συνονθύλευμα ερασιτεχνών, άπειρων, ιδεοληπτικών, δίγλωσσων και ανίκανων – εξαιρώ βέβαια τους λίγους καλούς που μετριούνται στα δάχτυλα. Επίσης δεν χρειάζεται στα εθνικά θέματα φανατισμός και εθνικισμός. Το ξέρουμε ότι διαχρονικά μάς έχουν κάνει πολλά, ειδικά σε μας τους Χιώτες που μας κατέσφαξαν, αλλά απαιτείται να είμαστε ρεαλιστές και να έχουμε θετική σκέψη. Εγκλήματα και σφαγές γίνονται από όλα τα μέρη κατά τη διάρκεια των πολέμων. Οι Ευρωπαίοι, απ᾽ ό,τι έχω ζήσει στη Γερμανία και στην Ευρώπη, έχουν ξεπεράσει τις ιστορικές τους διαφορές και τα εγκλήματα που έγιναν στη διάρκεια των πολέμων π.χ. μεταξύ Γάλλων και Γερμανών. Δεν έχω δει να γράφει καμία εφημερίδα γι᾽ αυτά και να ξύνει παλιές πληγές. Ενώ εμείς έχουμε χόμπι να ξαναθυμόμαστε τις παλιές πληγές του Εμφυλίου, των σκανδάλων και πάντα με κύριο γνώμονα τον αποπροσανατολισμό του κόσμου από τα καυτά θέματα. Δυστυχώς τον συγγενή και τον γείτονα δεν τον επιλέγεις, σου προκύπτει και είσαι αναγκασμένος να συμβιώσεις μαζί του. Δεν λέω να σκύβεις πάντα το κεφάλι και να κάνεις τα χατίρια του, γιατί και η αδυναμία δεν είναι καλό πράγμα. Το δικό μας πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει καμιά συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, τα πράγματα συνεχώς οξύνονται ενώ θα έπρεπε σε θέματα εθνικής άμυνας και ασφάλειας τουλάχιστον να υπάρχει ένας κοινός κώδικας επικοινωνίας και συμφωνίας. Δυστυχώς οι περισσότεροι που διαπραγματεύονται είναι άσχετοι και δεν συμβαίνει αυτό μόνο τώρα, πάντα συνέβαινε, αλλά αυτή η κυβέρνηση έχει τα σκήπτρα, δεν ακούνε ούτε τους ειδικούς. Κάποιος γνωστός μου, γνώστης των πραγμάτων, έλεγε ότι μέσα στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και στο Υπουργείο Εξωτερικών υπάρχουν πάρα πολλοί έμπειροι άνθρωποι που γνωρίζουν πολύ καλά τα πράγματα. Δυστυχώς αυτούς τους ανθρώπους η κάθε κυβέρνηση τους παραγκωνίζει και φέρνει τους άσχετους, οι οποίοι όμως παίζουν με τις τύχες μας και αυτό πρέπει να αλλάξει. Έτσι ενώ υπάρχει όλη αυτή η γνώση στα υπουργεία – έχουμε πολύ καλούς αξιωματικούς και διπλωμάτες οι οποίοι χρησιμοποιούνται ελάχιστα– η προπαγάνδα και ο εθνικισμός κάνουν τον λαό όχλο και χάνει τον έλεγχο. Επίσης κυκλοφορούν φήμες και κινδυνολογία ότι τάχα εμείς πλέον είμαστε αδύναμοι, οι Τούρκοι θα μας κάνουν ντου, θα... θα... Κάπου κάπου βλέπω και μια πατριωτική στάση, μολών λαβέ. Εκείνο που θέλω να πω, βλέποντας τα πράγματα ρεαλιστικά, είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι καθόλου εύκολο για την Τουρκία να εμπλακεί σε πόλεμο με την Ελλάδα, ούτε να διακινδυνεύσει ένα σοβαρό θερμό επεισόδιο, γιατί η Ελλάδα και τα νησιά μας δεν είναι π.χ. η ανοχύρωτη Κύπρος, χωρίς αεροπορική κάλυψη, ναυτικό κ.λπ., ούτε το Αφρίν της Συρίας. Η Ελλάδα έχει αξιόμαχες και έμπειρες ένοπλες δυνάμεις και συν τοις άλλοις ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αυτό παίζει ρόλο. Επί πλέον ένας πιθανός πόλεμος θα είναι καταστροφικός, εκτός των άλλων, και για τις οικονομίες των δύο χωρών. Συχνά ο αδύναμος, που νομίζω ότι δεν είμαστε εμείς, μπορεί να σε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση και στο τέλος να βρεθεί και νικητής. Οι Τούρκοι το γνωρίζουν καλά αυτό και θα σας πω το τελευταίο βιωματικό μου παράδειγμα. Στο γραφείο μας στην Τουρκία εργαζόταν κάποιος Τούρκος πρώην λοχαγός που είχε πολεμήσει στην Κύπρο το 1974. Αφού πήρε θάρρος μαζί μου, μου είπε «Κύριε Βύρωνα εγώ πολέμησα στην Κύπρο και μάλιστα στην κατάληψη του αεροδρομίου της Λευκωσίας με τους στρατιώτες μου και θέλω να σας πω πόσο θαρραλέα και λυσσαλέα πολέμησαν οι Έλληνες. Είχαμε πάρα πολλές απώλειες και εγώ και οι άλλοι αξιωματικοί συνάδελφοί μου»· μου το είπε μάλιστα όπως λέμε εμείς στα ελληνικά «τους παραδεχτήκαμε και τους βγάζουμε το καπέλο». Παρεμπιπτόντως είχαμε βγάλει σε όλους πιστωτικές κάρτες, πήρε ο πρώην λοχαγός μία από τις κοπέλες του γραφείου, τη γραμματέα, και πήγαν στη Σμύρνη. Μου τηλεφωνεί κάποιος με τσάτρα-πάτρα ελληνικά και με ρωτάει «Είστε ο κύριος Τομάζος; Έχω δίπλα μου τα δύο αδέρφια της κοπέλας που την πήρε ο λοχαγός και την πήγε στη Σμύρνη. Προσέχετε τι θα μου πείτε, γιατί αν δεν τον έχετε στείλει εσείς, θα τον σκοτώσουν τα αδέρφια της». Αυτή ήταν από κάποιο χωριό, την παίρνανε και τη φέρνανε τα αδέρφια της, και ο “φόνος” αποφεύχθηκε με τον σωστό χειρισμό μου και τη μεσολάβηση του Έλληνα συνεταίρου μου... Ατελείωτες οι αναμνήσεις μου από την Τουρκία. Όταν εισήγαγα την πολυεθνική φιλανδική εταιρεία Wartsila στην Τουρκία έκανα μια παρουσίαση και προσκάλεσα τον Πρέσβη της Φιλανδίας να προλογίσει και κάτσαμε στο ίδιο τραπέζι. Ο Πρέσβης δεν κατάλαβε ότι εγώ είμαι Έλληνας γιατί ήμουν διευθύνων σύμβουλος και νόμιζε ότι είμαι Τούρκος. Μου έλεγε, λοιπόν, ότι έχει μελετήσει τη γλώσσα μας και πόσο μοιάζουμε. Δίπλα μου καθόντουσαν και δύο διευθυντές Φιλανδοί οι οποίοι δεν χώνευαν τους Τούρκους, γιατί παλαιότερα είχαν συμφωνήσει να παραδώσουν μια προπέλα και όταν τη ζήτησαν οι Τούρκοι τούς είπαν οι Φιλανδοί ότι δεν ήταν γραμμένο στο συμβόλαιο. Τότε οι Τούρκοι τράβηξαν πιστόλι λέγοντάς τους «δώσατε τον λόγο σας, αν δεν μας τη δώσετε δεν θα φύγετε ζωντανοί από εδώ». Εγώ τους έκανα πλάκα, ο ένας μάλιστα από τους δύο είχε μεγάλο μουστάκι και τους έλεγα «Τούρκοι είσαστε και εσείς αφού έχετε κοινή γλώσσα…». Υ.Γ. Όπως θα έχετε καταλάβει τα βιώματά μου στην Τουρκία ήταν θετικά μέχρι σήμερα. Σίγουρα άλλοι θα έχουν άλλες εμπειρίες και απόψεις, όμως σε ό,τι αφορά το εμπορικό κομμάτι είναι συνεργάσιμοι και μας υπολογίζουν. Και άλλοι φίλοι και συνεργάτες μας εργάζονται σε πολυεθνικές εταιρείες ή έχουν μεταφέρει εκεί μέρος των εργοστασίων τους και μιλούν για καλή συνεργασία με τους Τούρκους. Πριν δυο χρόνια πήγαμε μια ομάδα Ελλήνων για να συζητήσουμε την ανάληψη ενός έργου σε έναν ηλεκτροπαραγωγό σταθμό κοντά στην Προύσα και είχαμε πολύ ωραίες συζητήσεις με τους διευθυντές του σταθμού. Όταν φεύγαμε είχα μαζί μου μια μαστίχα λικέρ και ένα ούζο Χίου και τα έδωσα στον γενικό διευθυντή και του λέω ξέρετε το “Sakiz” (τη μαστίχα τη λένε όπως και το νησί Χίος) και μου απάντησε με άπταιστα ελληνικά «Είμαι Έλληνας». Ξαφνιαστήκαμε όλοι και του λέω χαριτολογώντας «ευτυχώς που δεν είπαμε στα ελληνικά καμία κοτσάνα».
Πηγές: Καθημερινή, Time magazine, Economist, Μπάρμπα Google