Ένα από τα πιο παλιά έθιμα του τόπου μας είναι τα παιδιά ενός ζευγαριού να παίρνουν κάποιο από τα ονόματα των παππούδων του ή ενός σημαντικού προγόνου, που με αυτό τον τρόπο η οικογένεια επιθυμεί να τιμήσει. Στη δική περίπτωση, το όνομα που μου δόθηκε στη βάφτισή μου δεν υπήρχε ούτε στη στενή ούτε στην ευρεία οικογένεια. Κανένας από το περιβάλλον μας δεν λεγόταν Βύρων. Ως φαίνεται το όνομά μου έχει τη δική του ιστορία.
Οι Αργέντηδες και ο πατέρας μου Όπως πιθανόν πολλοί γνωρίζετε από τα άρθρα και το βιβλίο μου, γεννήθηκα στο Αργέντικο, ένα γενοβέζικο αρχοντικό του Κάμπου, που οι ιδιοκτήτες του, οι Αργέντηδες, έφυγαν κυνηγημένοι μετά τη σφαγή της Χίου, αφήνοντάς το στον ανεστάτη (επιστάτη) τους, που ήταν ο προπάππους μου. Η οικογένεια Αργέντη ήταν μία αριστοκρατική και πολύ πλούσια οικογένεια με καταγωγή από τη Γένοβα. Έμεναν κυρίως στο Λονδίνο και είχαν επί το πλείστον αγγλικήπαιδεία. Όμως τα μέλη της ήταν πάντα παρόντες στους αγώνες των Ελλήνων με γενναιότητα και αυταπάρνηση. Ο τελευταίος από τους Αργέντηδες, που τον γνώρισα όταν ήμουν παιδί, ο ΦίλιπποςΑργέντης ήρθε μετά από πολλά χρόνια στην Ελλάδα και ο παππούς μου, όπως λέγεται, του επέστρεψε το κτήμα με έναν ασπασμό, παρόλο που μπορούσε να το διεκδικήσει με βάση τη χρησικτησία. Ο Φίλιππος ήταν γραμματιζούμενος και εκτός από το ότι ξόδεψε πολλά λεφτά για την ανακαίνιση του Αργέντικου, υπήρξε μεγάληφυσιογνωμία για τη Χίο. Έκανε δωρεές, συνέγραψε ή χρηματοδότησε την έκδοση πολλών βιβλίων για το νησί, επέκτεινε την περίφημη βιβλιοθήκη “Αδαμάντιος Κοραής”, προσκαλούσε και φιλοξενούσε για μεγάλα διαστήματα, συνήθως Άγγλους και Έλληνες επιφανείς καλλιτέχνες, ποιητές, διανοούμενους δίνοντας την ευκαιρία στους Χιώτες να τους συναναστραφούν και να τους γνωρίσουν από κοντά. Ο πατέρας μου ήταν μορφωμένος για την εποχή του, είχε φοιτήσει στην ΕμπορικήΣχολή της Χίου, ασχολούνταν με το εμπόριο και είχε επιτυχημένη επιχείρηση στη Ρουμανία. Εκτιμούσε τους Αργέντηδες και ειδικά τον Φίλιππο, που εγκατέλειψε την άνετη ζωή του Λονδίνου και ήρθε στην Ελλάδα για να πάρει μέρος ως εθελοντής στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα στη Μικρασιατικήεκστρατεία. Έτσι, λοιπόν, όταν ήρθε η ώρα της βάφτισής μου και καθώς ο αδελφός μου είχε πάρει το όνομα του παππού μου, ο πατέρας μου και ο νονός μου, που ήταν διανοούμενος τραπεζίτης, αποφάσισαν να μου δώσουν το όνομα του λόρδου Βύρωνα, που αντιπροσώπευε την Αγγλία και όλο τον αριστοκρατικό κόσμο. Η επιλογή του ονόματός μου ήταν απόδοσητιμής στην οικογένεια Αργέντη αλλά και σε όλους τους φιλέλληνεςΆγγλους, που ήρθαν στην Ελλάδα και στάθηκαν στο πλευρό των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Ομολογουμένως η επιλογή τους ήταν σωστή για πολλούς λόγους και εγώ ξεκίνησα τη ζωή μου ακούγοντας τους Άγγλους επισκέπτες μας να με φωνάζουν λόρδο Μπάιρον. Για τον λόρδο Μπάιρον μέχρι τώρα γνώριζα πολύ λίγα πράγματα, κυρίως αυτά που μάθαμε στο σχολείο και η επέτειος των 200 χρόνων από τον θάνατό του μου έδωσε την αφορμή να διαβάσω περισσότερα και να γράψω αυτό το άρθρο.
Η ζωή του Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788. Και οι δύο γονείς του κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες, ωστόσο το οικογενειακό του περιβάλλον δεν υπήρξε καθόλου ειδυλλιακό για το μεγάλωμα ενός παιδιού. Ο πατέρας του πέθανε στη Γαλλία, όπου είχε καταφύγει λόγω χρεών, αφήνοντας τον Τζορτζ, μόλις τριώνετών, ορφανό να τον μεγαλώσει η κυκλοθυμική και δυστυχισμένη μητέρα του. Πέρα από τήν προβληματική οικογένεια, τον Μπάιρον στιγμάτισε και η εκ γενετής χωλότητα στο δεξί του πόδι. Το 1798 κληρονόμησε από τον αδελφό του πατέρα του, ως πρώτος σε σειρά διαδοχής, τον τίτλοευγενείας του –και έγινε ο 6ος λόρδος Μπάιρον– και μαζί ένα κτήμα με πύργο. Σε όλη τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων οι δάσκαλοί του τον θεωρούσαν χαρισματικό, οξυδερκή, αλλά τεμπέλη (τα ίδια περίπου έλεγαν και για μένα οι καθηγητές μου στα γυμνασιακά χρόνια). Ο ατίθασος και προκλητικός χαρακτήρας του, που θύμιζε τον πατέρα του και η ασταθής ψυχολογία της σκληρής μητέρας του δυσκόλευαν την κατάσταση. Σε ηλικία 17 ετών γράφτηκε στο TrinityCollege στο Κέιμπριτζ όπου και φοίτησε συνολικά τρία χρόνια, τα οποία ήταν πολύ δημιουργικά για τον Μπάιρον. Εκεί δημιούργησε μερικές από τις πιο ισχυρές του φιλίες, όπως με τον ΤζονΧομπχάουζ που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Όλο αυτό το διάστημα, με κάθε ευκαιρία έγραφε ποιήματα, ήταν ο τρόπος του να εξωτερικεύει κάθε έντονοσυναίσθημα. Συχνότερη αφορμή για έμπνευση ήταν οι έντονες και αλλεπάλληλες ερωτικές του περιπέτειες που βίωνε ήδη από την παιδική του ηλικία. Η Ελίζαμπεθ Πίγκοτ, αδελφή ενός φίλου του, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πρώτη εκδοτική του απόπειρα· ήταν αυτή που τον ενθάρρυνε για το ταλέντο του και ανέλαβε να καθαρογράψει τα ποιήματά του, δημιουργώντας το πρώτο χειρόγραφο προς έκδοση. Την πρώτη αυτή έκδοση την απέσυρε πριν καν κυκλοφορήσει, αναθεωρώντας τη για το ερωτικό ποίημα με τίτλο Στη Μαίρη. Το 1807, στην ηλικία των 19 ετών, κυκλοφόρησε τη νέα ποιητική του συλλογή Ποιήματα για ποικίλες περιστάσεις, αρχικά για περιορισμένο κοινό, για την οποία έλαβε διθυραμβικέςκριτικές. Λίγους μήνες αργότερα, θα την εμπλουτίσει και θα την επανεκδώσει για το ευρύ κοινό με τον τίτλο Ώρες απραξίας και έτσι θα καθιερωθεί πλέον ως ποιητής. Το 1809, με την ενηλικίωσή του, εκδίδει το EnglishBardsandScotchReviewers. Την ίδια χρονιά παίρνει τη θέση του στη ΒουλήτωνΛόρδων και προετοιμάζει ένα μεγάλοταξίδι, όπως συνηθιζόταν να κάνουν οι νέοι της τάξης του εκείνη την εποχή, με τελικό προορισμό τη θελκτική Ανατολή.
Στην Ελλάδα Ο Μπάιρον επισκέπτεται την Ελλάδα πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1809. Φτάνει στο λιμάνι της Πάτρας με τον υπηρέτη του Φλέτσερ και τον στενό του φίλο Χόμπχαουζ, που αργότερα θα εκδώσει το ημερολόγιο των ταξιδιών τους. Μετά από σύντομη επίσκεψη περιοχών της Πάτρας, ταξιδεύουν προς την Πρέβεζα, περνώντας από το Μεσολόγγι. Στη συνέχεια, επισκέπτονται τη Νικόπολη με τελικό προορισμό τα Ιωάννινα, όπου ο Μπάιρον σχεδιάζει να συναντήσει τον ΑλήΠασά. Τον Οκτώβριο φτάνουν στα Ιωάννινα αλλά ο Αλή έχει αναχωρήσει για το Τεπελένι. Συνεχίζουν το ταξίδι τους και στις 2 Νοεμβρίου βρίσκονται στο μοναστήρι της Ζίτσας. Την επομένη συναντιόνται για πρώτη φορά με τον Αλή Πασά, ο οποίος τους υποδέχεται με εγκαρδιότητα, και στο πρόσωπό τους συγχαίρει τη βρετανική κυβέρνηση για την πρόσφατη κατάληψη των Ιονίωννήσων. Ο Αλή αναγνωρίζει την αριστοκρατική καταγωγή του Μπάιρον στα μικρόσχημα αυτιά του (!) και στα λεπτεπίλεπτα χέρια του και του προτείνει ακόμα μια συνάντηση, στην οποία ο Μπάιρον δεν ανταποκρίθηκε. Δείχνει, όμως, γοητευμένος από την αντιθέσεις του χαρακτήρα του Αλή Πασά, από τη μια το στοιχείο της ευγένειας και από την άλλη αυτό της τραχύτητας και της βαρβαρότητας. Αυτές οι αντιθέσεις αποτελούν το μοντέλο του για τον πασά Γιαφίρ στη Νύφη της Αβύδου και για τον πειρατή Λάμπρο στον Δον Ζουάν. Επειδή ο καιρός ήταν άσχημος για ταξίδι με πλοίο, αποφασίζουν να ακολουθήσουν το ορεινό μονοπάτι με οδηγούς Σουλιώτες, οι οποίοι το βράδυ σουβλίζουν μια γίδα και αρχίζουν το τραγούδι και τον χορό γύρω από τη φωτιά. Ενώ ο Χομπχάουζ θα προτιμούσε λίγες ώρες ύπνου, ο Μπάιρον, εμποτισμένος από την κλασικήπαιδεία, ανακαλύπτει στη σύγχρονη Ελλάδα μια πηγήελευθερίας και επιστροφής στη φύση. Στις 20 Νοεμβρίου φτάνουν στο Μεσολόγγι και αρχίζουν το ταξίδι τους προς την Αθήνα μέσω της Βοστίστας (Αίγιο). Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αρχή της ταύτισής του με το επαναστατικό πνεύμα που κυριαρχεί στην Ελλάδα. Συναντά τον νεαρό ΑνδρέαΛόντο, ο οποίος με δάκρυα στα μάτια τον μυεί στον θρύλο του ΡήγαΦεραίου και του εξιστορεί τον θάνατό του από τους Τούρκους το 1798. Η συνάντηση αυτή είναι καθοριστική για τον Άγγλο ποιητή και τον μετατρέπει από απλό παρατηρητή σε ενεργό μέλος του ελληνικού Αγώνα. Στον δρόμο για την Αθήνα, διαμέσου Ιτέας, σταματούν στους Δελφούς, όπου απογοητεύεται με τα λιγοστά στοιχεία μιας περιοχής που δεν είχε ανασκαφεί ακόμα – δύο κίονες υπήρχαν με χαραγμένα ονόματα επισκεπτών, στα οποία προσθέτουν και τα δικά τους.
Στην Αθήνα Τελικά, τα Χριστούγεννα του 1809 πρωτοαντικρίζουν την Ακρόπολη μέσα από τις φυλλωσιές δέντρων. Στην Αθήνα, μια πόλη χωρίς επαρκείς χώρους διαμονής των επισκεπτών της τότε, φιλοξενούνται στην οικία της κυρίας Μακρή, χήρας του πρώην Βρετανού υποπροξένου, που μένει με τις τρεις κόρες της στην οδό Αγίας Θέκλας. Εδώ είναι πιθανό να άρχισε ο Μπάιρον να μαθαίνει νέα ελληνικά, μεταφράζοντας ελληνικά τραγούδια στα αγγλικά, όπως ο Θούριος του Ρήγα. Επίσης, αρχίζει να συμπεριλαμβάνει ελληνικές λέξεις στην αλληλογραφία του, υπογράφοντας είτε ως “ταπεινότατος δούλος” είτε με το όνομά του στα ελληνικά “Μπαϊρών”. Η επί τρεις μήνες διαμονή του στο σπίτι αυτό διανθίστηκε με ένα πλατωνικό ερωτικό ειδύλλιο. Ο Μπάιρον ερωτεύτηκε παράφορα τη δεκατριάχρονη Τερέζα Μακρή, η οποία έγινε η ποιητική μούσα του, γράφοντας γι’ αυτή το ποίημα Κόρη των Αθηνών (The Maid of Athens), το οποίο κατέληγε σε κάθε στροφή του με τον στίχο «Ζωή μου, σας αγαπώ», γραμμένο στα ελληνικά. Η μελέτη της ελληνικής γλώσσας και το συγκεκριμένο ταξίδι τον οδηγούν να δει τους Έλληνες όπως πραγματικάείναι και όχι όπως γνώριζε μέσα από την ιστορία τους. Η ιστορική γνώση του για τη δεινή κατάσταση στην Ελλάδα είναι εμφανής, καθώς συνδέει τη θέση των σκλαβωμένων Ελλήνων με αυτή των νέγρων, των καθολικών στην Αγγλία και των Εβραίων. Παραινεί τους Έλληνες να αποτινάξουν τον ζυγό και να χτυπήσουν μόνοι τους τον κατακτητή, χωρίς να περιμένουν τη βοήθεια των Γάλλων και των Ρώσων. Μετά την Αθήνα, ο Μπάιρον και ο Χομπχάουζ συνεχίζουν την περιήγησή τους στη ΜικράΑσία και την Κωνσταντινούπολη.
Η αναγνώριση Το 1812, μόλις 24 ετών γράφει, «ξύπνησα ένα πρωινό και ήμουν διάσημος”. Η ποιητική συλλογή του EnglishBardsandScotchReviewers έχει γίνει ήδη εκδοτική επιτυχία αλλά και οι δύο πρώτες ωδές του επικού ποιήματος Τοπροσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ, που αρχικά δυσκολευόταν να βρει εκδότη, αλλά τα πρώτα 500 αντίτυπα έγιναν ανάρπαστα σε τρεις μέρες, έχουν αποτελέσει εκδοτικό θρίαμβο. Σε μεγάλο βαθμό η δημοσιότητά του αυτή οφείλεται στην Ελλάδα. Στο Προσκύνημα, που γράφτηκε τους πρώτους μήνες του 1810, θρηνεί τα “ερείπια του Παραδείσου” από το ελληνικό παρελθόν και θλίβεται για το έκπτωτο μεγαλείο της Ελλάδας. Ο πόνος που προκαλεί η χώρα στον ποιητή είναι διπλός· αφενός η οδύνη του για τον τελικό θάνατο της αρχαίαςΕλλάδας και αφετέρου ο θυμός του για τον βανδαλισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν. Η λύπη του δεν ήταν μόνο για την καταστροφή του αρχαίου μνημείου, όσο για την προσβολή στους Έλληνες που αποστερήθηκαν τη νόμιμη κληρονομιά τους. Εκτός από την εξέχουσα θέση που κατέκτησε στην αγγλικήλογοτεχνία και τη θεμελιώδη συμβολή του στη διαμόρφωση του ρομαντισμού, το ποίημα αυτό έγινε πρότυπολογοτεχνικούφιλελληνικούκειμένου, διαδίδοντας τη φιλελληνική ιδεολογία σε όλο τον δυτικό κόσμο. Παράλληλα, σε κάθε αστικό και ακαδημαϊκό κύκλο ορθώθηκε ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον του ανθρώπου που βανδάλισε ξεδιάντροπα ένα μοναδικό μνημείο-σύμβολο του δυτικού πολιτισμού. Ο Μπάιρον θα τοποθετηθεί ακόμα πιο ακραία απέναντιστονΈλγιν στο ποίημα Η κατάρα της Αθηνάς. Παρόλο που δέχθηκε παρεμβάσεις “φιλικών” προσώπων που του ζητούσαν να μην προχωρήσει στην έκδοσή του, ο ίδιος τύπωσε λίγα αντίτυπα, όμως το ποίημα διέρρευσε και ανατυπώθηκε. Στην Κατάρα ο ποιητής παρουσιάζει τον εαυτό του αντιμέτωπο με μια καταρρακωμένη όσο και οργισμένη θεά Αθηνά, στον βράχο της Ακρόπολης ένα δειλινό. Με σπασμένο δόρυ και κατεστραμμένη πανοπλία, η θεά καταφέρεται εναντίον των συλητών του ναού και της δόξας της, εναντίον των “πολιτισμένων” ευγενών που φέρθηκαν χειρότερα από τους βάρβαρους κατακτητές της, μιλάει για θεία δίκη και καταριέται τον Έλγιν και τη γενιά του, αλλά και ολόκληρη τη Βρετανία για ιεροσυλία. Και στο τέλος, μες στο τόσο το ανώνυμο το πλήθος, θα βρεθεί κάποιος διαβάτης που θα έχει λίγο ήθος· λυπημένος, βλέποντάς τα, άφωνος θ’ αγανακτήσει, θα θαυμάσει τα κλεμμένα, μα τον κλέφτη θα μισήσει, γράφει προφητικά ο ποιητής.
Επιστροφή στην Αγγλία Το 1811 επιστρέφει στην Αγγλία, για οικονομικές υποθέσεις του που απαιτούν την παρουσία του εκεί. Κατά διαβολική σύμπτωση, ο Μπάιρον και το χειρόγραφό του Η κατάρα της Αθηνάς ταξιδεύουν στο ίδιο πλοίο με τα τελευταία πέντε τεράστια κιβώτια των κλοπιμαίων του Έλγιν. Ζει στο Λονδίνο, όπου δημοσιεύονται οι εξαιρετικά δημοφιλείς Ανατολίτικες Ιστορίες του. Πρώτα ο Γκιαούρης (1813), ένα ποίημα το οποίο παρουσιάζει την απιστία, τον φόνο και την εκδίκηση στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Ακολούθησαν Η νύφη της Αβύδου, Ο Κουρσάρος και το 1814, η συνέχειά του, ο Λάρα. Σε αυτές το κοινό του απόλαυσε σκηνές της Ανατολής, στην οποία είχε πρόσφατα ταξιδέψει. Το 1815 παντρεύεται την ΑναμπέλαΜίλμπανγκ και γεννιέται η κόρη του Άντα. Εγκαταλείπει οριστικά την Αγγλία τον επόμενο χρόνο, καθώς ο γάμος του έληξε υπό το βάρος ενός σκανδάλου.
Στην Ιταλία Ταξιδεύει στην Ευρώπη και εγκαθίσταται στη Βενετία. Παρόλο που η προσωπική ζωή του είναι άστατη, αυτά τα χρόνια δημοσιεύονται τα έργα του Η πολιορκία της Κορίνθου, Η Παριζίνα, Ο φυλακισμένος του Σιγιόν, Ο Μάνφρεντ, Ο θρήνος του Τάσσο και άλλα ποιήματα. Το 1819 κυκλοφορεί τον Δον Ζουάν και τη Μαζέπα και αρχίζει η σχέση του με την κόμισσα ΤερέζαΓκουιτσιόλι, που θεωρείται ο τελευταίος του δεσμός και ίσως ο πιο σημαντικός έρωτας της ζωής του. Με την Τερέζα και την οικογένειά της ζει στη Ραβέννα, όπου εμπλέκεται στο κίνημαεξέγερσης των Καρμπονάρων και στη συνέχεια μετακομίζουν στην Πίζα. Σημείο καμπής αυτή την περίοδο αποτέλεσε η γνωριμία του με τον ποιητή ΠέρσιΜπιςΣέλλεϊ και τον κύκλοτηςΠίζας, καθώς και η ανάμειξή του στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού TheLiberal. Η συνάντηση των δύο ποιητών έδρασε καταλυτικά και η φιλία τους επηρέασε την ποιητική και προσωπικήεξέλιξή τους. Ο Σέλλεϊ είχε εντρυφήσει στην αρχαίαελληνικήτραγωδία, στον Πλάτωνα και σε πολλούς συγγραφείς της αρχαιότητας και της σύγχρονης εποχής. Οι ιδέες του ήταν ριζοσπαστικές και ήταν πρόθυμος να αναλάβει δράση και να βοηθήσει τους φτωχούς και καταπιεσμένους. Στην Πίζα συγκέντρωσε γύρω του μια ομάδα Βρετανών εκπατρισμένων, Ιταλών και Ελλήνων, μεταξύ των οποίων οι Μπάιρον, Έντουαρντ Τρελόνι, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Τομάζο Σκρίτζι (έτσι μάλλον δικαιολογείται το ιταλικό DNA της οικογένειας…). Η εμβληματική διακήρυξη του Σέλλεϊ “Είμαστε όλοι Έλληνες!” στον φημισμένο πρόλογο του ποιήματός του Ελλάς (1822) αποτελεί την πιο γνωστή έκφρασηφιλελληνισμού, λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης. Βρετανική εξωτερική πολιτική-Κάνινγκ Από το φθινόπωρο του 1822, που τα ηνία της εξωτερικής πολιτικής ανέλαβε ο ΤζορτζΚάνινγκ (πλατεία Κάνιγγος) άρχισε να αλλάζει ο τρόπος που η Μεγάλη Βρετανία αντιμετώπιζε την Ελληνική Επανάσταση. Οι Έλληνες επαναστάτες πλέον αντιμετωπίζονταν από το βρετανικό ναυτικό, άτυπα, ως “εμπόλεμοι” και όχι ως πειρατές και το ΦιλελληνικόΚομιτάτο του Λονδίνου αποφασίζει να χρηματοδοτήσει τον αγώνα. Αναζητήθηκε μια ισχυρή και προβεβλημένη προσωπικότητα ως διαχειριστήςτουδανείου στην Ελλάδα και αυτή βρέθηκε στο πρόσωπο του μεγάλου ρομαντικού ποιητή και μαχητή της ελευθερίας λόρδου Μπάιρον, που βρισκόταν ακόμη στην Ιταλία.
Δεύτερη φορά στην Ελλάδα «Όλοι λένε ότι στην Ελλάδα μπορώ να φανώ χρήσιμος. Δεν ξέρω πώς, ούτε αυτοί· αλλά, όπως κι αν έχει το πράγμα, ας πάμε» γραφεί το 1823 και τον Ιούλιο ταξιδεύει για δεύτερη φορά στην Ελλάδα, για να διερευνήσει την κατάσταση και να οργανώσει την χρηματοδότηση του πολέμου. Μένει αρχικά στην Κεφαλλονιά, επισκέπτεται την Ιθάκη και τον Δεκέμβριο σαλπάρει για το Μεσολόγγι. Εν τω μεταξύ τα χρόνια της Ιταλίας δημοσιεύει τα έργα Μαρίνος Φαλιέρος, Η προφητεία του Δάντη, Σαρδανάπαλος, Οι δύο Φόσκαρι, Κάιν, Οι Γαλάζιες, Ο Ιρλανδός θεάνθρωπος, Ουρανός και γη, Η εποχή του χαλκού, Το νησί. Αρχές Ιανουαρίου του 1824, με 500Σουλιώτες υπό τις διαταγές του, που είχε πληρώσει ο ίδιος, ο ποιητής γίνεται αρχιστράτηγος και προετοιμάζεται για την πρώτη του στρατιωτική επιχείρηση, την κατάληψη της Ναυπάκτου. Προς μεγάλη του απογοήτευση η επιχείρηση ματαιώνεται, λόγω ανταρσίας των Σουλιωτών. Και πάλι διχασμός... Ο Μπάιρον έμελλε να ζήσει τον διχασμό των Ελλήνων. Στη μια πλευρά βρίσκονταν αυτοί που η σημερινή ιστοριογραφία ονομάζει “εκσυγχρονιστές”. Η παράταξη αυτή προβλέπει ένα οργανωμένοκράτος με κεντρικήκυβέρνηση και θεσμικάόργανα στα οποία θα συμμετέχουν οι πολίτες. Οι άνθρωποι εκεί είναι περισσότερο πολιτικοί παρά στρατιωτικοί αρχηγοί. Τη μόρφωσή τους τη χρωστούν είτε στα δυτικάπανεπιστήμια είτε στα φαναριώτικασχολεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είτε και στα δύο. Εμπνέονται από τις ιδέες του Διαφωτισμού και έχουν για πρότυπά τους τα επαναστατικά συντάγματα των ΗΠΑ και της Γαλλίας. Στην αντίθετη παράταξη βρίσκονται οι καπεταναίοι, οι αντάρτες που έχουν συμβάλει περισσότερο στον ένοπλο αγώνα – με τη σημερινή ορολογία “οπλαρχηγοί”. Γι᾽ αυτούς η ελευθερία είναι μια υπόθεση τοπική. Νεόφερτες ιδέες τούς αφήνουν αδιάφορους. Τους αρκεί να διώξουν τους μισητούς Τούρκους αφέντες από τα βουνά και τους κάμπους και στη συνέχεια θα έκαναν κουμάντο στις δικές τους περιοχές, με απόλυτη αυτάρκεια και χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Κατεξοχήν εκσυγχρονιστής υπήρξε ο ΑλέξανδροςΜαυροκορδάτος και κατεξοχήν οπλαρχηγός ο ΘεόδωροςΚολοκοτρώνης. Ο Μπάιρον τάχθηκε με το μέρος του Μαυροκορδάτου και των εκσυγχρονιστών και οραματίσθηκε ένα κράτοςσυγκεντρωτικό, ενωμένο, με συνταγματικήκυβέρνηση. Βασική προϋπόθεση για την ανεξαρτησία η εύνοια των ΜεγάλωνΔυνάμεων και οι καλές διπλωματικές σχέσεις μαζί τους. Η εκτίμησή του ήταν ότι η ελληνική επανάσταση ανοίγει προοπτικές για ένα εντελώς νέοείδοςπολιτικής και με τον τρόπο αυτό η σύγχρονη Ελλάδα θα διαδραματίσει ηγετικόρόλοστηνΕυρώπη. Και, πάνω κάτω, έτσι έγινε τελικά με το ΠρωτόκολλοτουΛονδίνου, που υπογράφτηκε στις 3 Φεβρουάριου 1830 από τους υπουργούς Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και αναγνωρίστηκε διεθνώς η Ελλάδα ως ανεξάρτητοκράτος. Το όνειρο του Μπάιρον έγινε πραγματικότητα, αλλά ο ίδιος δεν ήταν πια εν ζωή. Πέθανε στις 19 Απριλίου 1824 στο Μεσολόγγι, καθώς το κλίμα της περιοχής δεν βοήθησε την ασθενική κράση του. Μία ημέρα πριν, ψηνόταν στον πυρετό, και είχε σχεδόν χάσει τις αισθήσεις του. Σε μια τελευταία αναλαμπή, η έγνοια και τα λόγια του ήταν για την Ελλάδα, «Της έδωσα το χρόνο μου, τους πόρους μου, την υγεία μου. Και τώρα της δίνω τη ζωή μου». Το Μεσολόγγι τον αποχαιρέτησε με 37κανονιοβολισμούς, έναν κάθε λεπτό από την ανατολή του ηλίου, καθώς τότε ήταν μόνο 37 ετών. «Ήταν σαν κάποιος να άρπαξε ένα κομμάτι από το μέλλον μας», έγραψε ο ΒίκτωρΟυγκώ και ο ΔιονύσιοςΣολωμός συνέθεσε τη μακρά Ωδήεις τον θάνατον του λόρδου Μπάιρον, «Λευτεριά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί. Τώρα σίμωσε και κλάψε εις του Μπάιρον το κορμί».
Πηγές: Λόρδος Μπάιρον, Ο Μεγάλος Φιλέλληνας, 200 χρόνια από τον θάνατό του, εκδ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Απρίλιος 2024, Μπάρμπα-Google