Πρόκειται για δύο συναφή θέματα που με απασχολούν εδώ και πολύ καιρό, αλλά συνήθως αποφασίζω να γράψω όταν έχει ωριμάσει στη σκέψη μου το τι θέλω να πω. Εισαγωγικά, ξεκινώ με τη διαπίστωση ότι οι περισσότεροι παγιδευόμαστε στην ψευδαίσθηση της σιωπής όταν ένα πρόβλημα μας χτυπά την πόρτα. Όμως μπορεί να λύσει η σιωπή ένα πρόβλημα που μας κοιτά κατάματα; Η απάντηση είναι ένα τεράστιο όχι.
Εσωστρέφεια και εξωστρέφεια Το να μιλάμε ή όχι με αγνώστους έχει να κάνει με την εσωστρέφεια ή την εξωστρέφεια.
Ο βαθμός της εσωστρέφειας ή της εξωστρέφειας που μας διακρίνει, αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας. Και παρά το γεγονός ότι μπορεί κάποιος να χαρακτηριστεί εύκολα ως εσωστρεφής ή εξωστρεφής, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μιλάμε για βαθμό εσωστρέφειας ή εξωστρέφειας, που σημαίνει πως αναφερόμαστε σε ένα χαρακτηριστικό, το οποίο μπορεί, μέχρι ενός σημείου, να μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της ζωής μας ή ακόμη και περιστασιακά για κάποιες περιόδους.
Βέβαια σε έναν κόσμο όπου ακόμη και μια ήπια μορφή εσωστρέφειας συχνά εκλαμβάνεται ως ελάττωμα ή ακόμη και ως περίπτωση που χρήζει αντιμετώπισης, καλό είναι να πούμε λίγα λόγια για το τι πραγματικά είναι η εσωστρέφεια και η εξωστρέφεια.
Η εσωστρέφεια, αν και δεν επιβραβεύεται σχεδόν ποτέ σε χώρους όπως είναι το σχολείο, ο χώρος εργασίας κ.ά., στην πραγματικότητα δεναποτελεί από μόνη της μειονέκτημα, αλλά ένα χαρακτηριστικό το οποίο μας προικίζει με τα δικά του μοναδικά προτερήματα. Την ίδια στιγμή, όμως, μπορεί να αποτελέσει και εμπόδιο στην επικοινωνία, την κοινωνικοποίηση και γενικότερα στον τρόπο με τον οποίο συνηθίζουμε να λειτουργούμε και να λαμβάνουμε αποφάσεις. Αντιστρέφοντας τον παραπάνω συλλογισμό, ένα εξωστρεφές άτομο θεωρείται συχνά συνώνυμο του χαρισματικού ανθρώπου, κάτι που ναι μεν ισχύει, αλλά κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τις επικοινωνιακές και κοινωνικές του δεξιότητες, πίσω από τις οποίες μπορεί ενδεχομένως να κρύβει ακόμη και τις αδυναμίες που το συνοδεύουν.
Σε ό,τι με αφορά, τείνω προς την εξωστρέφεια. Μιλάω συχνά με αγνώστους και αυτό θεωρώ ότι με έχει βοηθήσει να βλέπω το δάσος και όχι το δένδρο, όπως έχει βοηθήσει και άλλους. Πρόσφατα, διάβασα ένα βιβλίο σχετικό με αυτό το θέμα, με τίτλο Να μη μιλάτε με αγνώστους, της KioStark, που εξηγεί με απλό και κατανοητό τρόπο το πώς η επικοινωνία με αγνώστους διευρύνει τον κόσμο μας.
Μιλάμε με αγνώστους Μια γενική διαπίστωση είναι ότι ο κόσμος μας γίνεται όλο και πιο απαιτητικός, κι εμείς κινούμαστε σ᾽ αυτόν βιαστικοί και αφηρημένοι. Κάπου μέσα στους ασφυκτικούς ρυθμούς της καθημερινότητας, κρύβεται ένας θησαυρός που μπορεί να μας αλλάξει τη διάθεση, αλλά και ολόκληρη τη ζωή. Είναι οι συνομιλίεςμεαγνώστους, που αποτελούν μία μοναδική ευκαιρία να δούμε τόσο τους γύρω μας όσο και τον εαυτό μας διαφορετικά.
Με απλά λόγια, τα κέρδη μιας συνομιλίας με κάποιον άγνωστο, είτε πρόκειται για έναν σύντομο διάλογο στο ταμείο ενός καταστήματος είτε για μια εκ βαθέων συζήτηση σε ένα πάρτι, είναι πολλά. Ερχόμαστε σε επαφή με νέεςαπόψειςκαι διαφορετικές κουλτούρες, ενώ ανακαλύπτουμεπτυχές του εαυτού μας που ίσως αγνοούσαμε και μας δίνεται η ευκαιρία να εκφράσουμε μύχιες σκέψεις μας δίχως να ανησυχούμε μήπως κριθούμε από τον συνομιλητή μας.
Όταν μιλάμε με αγνώστους, κάνουμε, στην καλύτερη περίπτωση, ένα υπέροχο διάλειμμα από όσα περιμένουμε να συμβούν όταν θα βγαίναμε στο δρόμο ή θα μπαίναμε στο λεωφορείο ή θα ψωνίζαμε στο μανάβη ή θα περιπλανιόμασταν σε ένα μουσείο ή θα χαζεύαμε σε ένα παγκάκι στο πάρκο ή θα περιμέναμε σε μια μεγάλη, ατέλειωτη ουρά. Όταν αλληλεπιδρούμε με έναν άγνωστο, δεν χανόμαστε στις σκέψεις σας (που πολλές φορές μπορεί να είναι μαύρες), δεν βάζουμε τον αυτόματο πιλότο να μας πάει από δω ώς εκεί. Είμαστε παρόντεςστοπαρόν. Και όταν είναι κανείς παρών νιώθει ζωντανός.
Οικειότητα Οι συνομιλίες με αγνώστους ικανοποιούν μια βασικήανάγκη που λανθασμένα νομίζουμε πως μπορούν να την ικανοποιήσουν μονάχα άνθρωποι που γνωρίζουμε.
Το όνομα αυτής της ανάγκης είναι “οικειότητα”. Όταν οι άνθρωποι δεν έχουν στη ζωή τους τις προϋποθέσεις για οικειότητα – την αίσθηση ότι επικοινωνούν, ότι ανήκουν σε μια κοινότητα, την αίσθηση της εγγύτητας με άλλους, υποφέρουν. Οι σχέσεις που συνήθως αποκαλούμε «οικείες» είναι με συγγενείς, φίλους, ερωτικούςσυντρόφους, μέντορες και εξομολογητές. Ανθρώπους που γνωρίζουμε εξίσου καλά με τον εαυτό μας, που τους βλέπουμε συχνά και μας λείπουν όταν φεύγουν μακριά μας, ανθρώπους που μας κάνουν να νιώθουμε σαν στο σπίτι μας. Αυτή η εγγύτητα μοιάζει με μια μακριά κλωστή που μας κρατά δεμένους στην πορεία του χρόνου.
Όμως η ανάγκη για οικειότητα απλώνει τα δίχτυα της πιο μακριά απ᾽ όσο φανταζόμαστε. Υπάρχει ένα άλλο είδος οικείας σχέσης που μας κρατά κοντάγιαμιαφευγαλέαστιγμή κι έπειτα εξαφανίζεται. Η σύντομη και περιορισμένη φύση αυτής της σχέσης δεν μειώνει το γεγονός ότι γεννάει μια οικεία εμπειρία: καθαρή, ειλικρινή, με ουσιώδη εσωτερικό απόηχο. Πρόκειται για την “υπαίθρια” οικειότητα.
Εάν θεωρούμε την οικειότητα ιδιωτική υπόθεση, η υπαίθρια οικειότητα είναι σίγουρα δημόσια υπόθεση. Είναι ένα συγκαταβατικό νεύμα στο πεζοδρόμιο, μια ματιά ή ένα βιαστικό «γεια» με τον διπλανό μας στο μετρό, ένα αποχαιρετιστήριο «καλή συνέχεια» στον τελευταίο που βγαίνει από το ασανσέρ πριν από εμάς. Μπορούμε να τη συναντήσουμε σε όλα εκείνα τα μέρη στα οποία διασταυρώνονται οι δρόμοι ανθρώπων που δεν γνωρίζονται.
Δεν χρειάζονται πολλά. Μια ματιά ή λίγα λόγια που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν επουσιώδη, μπορούν κάλλιστα να μας κάνουν χαρούμενους ή να χαραχτούν στη μνήμη μας. Ακόμη και επειδή κάποιος πρόσεξε την ύπαρξή μας και μας μίλησε. Μας είδε, απλώς.
Φατική επικοινωνία Κάποιες τυπικέςφράσεις που τις λέμε ασυναίσθητα χωρίς να τις εννοούμε ακριβώς, όπως «Πώς είστε;», «Καλημέρα», «Ωραίαμέρασήμερα», «Καλήσυνέχεια», «Τικάνετε;», είναι γνωστές ως «φατικήεπικοινωνία» [Οι γλωσσολόγοι ορίζουν τη φατική επικοινωνία ως την αφετηρίαμιαςεπικοινωνιακήςεπαφής. Συνιστά ένα κοινωνικοψυχολογικό προκαταρκτικό στάδιο, απαραίτητο για να ακολουθήσει η πραγματική συνομιλία. Στα Ελληνικά, κατά Μπαμπινιώτη, θα μπορούσε να αποδοθεί ως επαφική επικοινωνίαήλειτουργία. Σκοπός της επαφικής λειτουργίας είναι να δημιουργήσει την κατάλληλη «επικοινωνιακή ατμόσφαιρα», ένα κλίμα φιλικής διάθεσης για να πραγματοποιηθεί η συνομιλία].
Ορισμένα πράγματα που λέμε έχουν ελάχιστη εννοιολογική σημασία πρακτικά, δεν επικοινωνούμε κάτι απτό ή απαραίτητο. Ωστόσο έχουν τρομερή κοινωνικήαξία. Αυτές οι άσκοπες αλλά σημαντικές λέξεις χρησιμοποιούνται μεταξύ αγνώστων και μεταξύ ανθρώπων με στενή σχέση. Όταν τις λέμε, εννοούμε: Σεβλέπω, γειασου. Αυτή η απλή αποδοχή σκορπάει μια γνήσιαευχαρίστηση και ενότητα. Δεν περιμένουμε απάντηση, επιβεβαιώνουμε την ύπαρξη του διπλανού μας – και αυτό κάθε άλλο παρά ασήμαντο είναι.
Στο πλαίσιο ενός πειράματος, ζητήθηκε από κάποιους σε ένα τρένο να πιάσουν κουβέντα (ή να μην πιάσουν κουβέντα) με αγνώστους γύρω τους, ενώ το ίδιο ζητήθηκε από κάποιους σε μια αίθουσα αναμονής ενός εργαστηρίου πειραματικής ψυχολογίας οι οποίοι πίστευαν ότι περίμεναν εκεί μέχρι να αρχίσει ένα πείραμα. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων έδειξαν στους ερευνητές ότι σε γενικές γραμμές οι άνθρωποινιώθουνκαλάότανμιλούνμεαγνώστους – ακόμη κι αν δεν το περιμένουν. Σκεφτείτε πόσο εκπληκτικό είναι το εξής: Αυτές οι φευγαλέες επαφές, τις οποίες οι επιστήμονες αποκαλούν «ελάχιστεςκοινωνικέςαλληλεπιδράσεις», μας προσφέρουν τόσο αληθινά συναισθήματα σύνδεσης που πράγματι συμβάλλουν στην εκπλήρωση της βασικήςανθρώπινηςανάγκηςγιακοινωνικότητα.
Το “καβούκι” μας, το κέλυφος του εγώ Οι πόλεις είναι γεμάτες ευκαιρίες για φευγαλέα επικοινωνία, μα είναι επίσης γεμάτες θόρυβο και ένταση, γεμάτες προσβολές και πλήθος ανθρώπων που ούτε καν βλέπουν ο ένας τον άλλο. Η υπαίθριαοικειότητα είναι ξεχωριστή επειδή είναι απροσδόκητη και κάθε άλλο παρά αυτοματοποιημένη. Οι κάτοικοι των πόλεων δεν είμαστε προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο. Όταν βγαίνουμε από το σπίτι μας, καλύπτουμε τον εσωτερικό μας κόσμο με ένα κέλυφος, σαν να φοράμε το παλτό μας. Οι επιθυμίες μας είναι αντιφατικές. Θέλουμε να μας βλέπουν, αλλά και να μη μας βλέπουν. Θέλουμε να μας ξέρουν, αλλά και να μη μας ξέρουν. Σε κάθε αλληλεπίδραση που βιώνουμε το προστατευτικό κέλυφος επαναπροσδιορίζεται. Το ανοίγουμε και το κλείνουμε, ανοιγόμαστε και κλεινόμαστε πάλι.
Κάποιες φορές, όταν μιλάμε με έναν άγνωστο, νιώθουμε σαν να κάνουμε κάτι παραπάνω από μια απλή κουβεντούλα, νιώθουμε σαν να ρίχνουμε μια αληθινή ματιά στον βαθύτερο εαυτό του. Και αυτή η ματιά αποτελεί μέρος της απόλαυσης.
Από την άλλη μεριά, η βιτρίνα που παρουσιάζεται στους αγνώστους θυμίζει λεπτή μεμβράνη που άλλοτε διαπερνάται και διαλύεται στην πορεία και άλλοτε όχι. Συχνά, άνθρωποι που λόγω της δουλειάς τους μιλούν πολλές ώρες την ημέρα με αγνώστους, θέτουν τα όριά τους, προστατεύουν την ιδιωτικότητά τους με το κέλυφος που τυλίγει τον εαυτό τους και δείχνουν ότι δεν οφείλουν να δώσουν πρόσβαση στα συναισθήματά τους απλώς και μόνο επειδή τους το ζητούν.
Λέω και ακούω Όλη η υπόθεση είναι οι ιστορίες. Δύο άνθρωποι που δενθαξανανταμώσουν ποτέ, λένε τις δικές τους και ακούνε του άλλου.
Πρακτικά, δείχνουν πόσο σημαντικές και οικείες είναι οι αλληλεπιδράσεις μας με αγνώστους. Δείχνουν πως αυτή η ιδιαίτερημορφήεγγύτητας είναι κάτι που το χρειαζόμαστε όσο τους φίλους και τους συγγενείς μας. Καθημερινά, επικοινωνούμε συναισθηματικά με τους συντρόφους μας επειδή νιώθουμε κοντά τους, επιδιώκουμε να τους καταλάβουμε και να μας καταλάβουν. Ωστόσο βασιζόμαστε και στην «προκατάληψητηςεγγύτητας». Υποθέτουμε ότι γνωρίζουν εξαρχής τι εννοούμε, ότι μπορούν κατά κάποιον τρόπο να διαβάσουν το μυαλό μας, και αυτό ακριβώς θέλουμε.
Ίσως, λοιπόν, η συναισθηματική επικοινωνία μας με αγνώστους να είναι πιο ομαλή ακριβώς επειδή δεν υποθέτουμε ότι ξέρουν εξαρχής τι εννοούμε. Με κάποιον που δεν γνωρίζουμε, ξεκινάμε από το μηδέν. Πρέπει να του εξηγήσουμε τα πάντα. Λέμε την ιστορία μας, περιγράφουμε τους πρωταγωνιστές, τα συναισθήματά μας γι᾽ αυτούς, επεξηγούμε τα αστειάκια που μοιραζόμαστε μαζί τους. Και ποιος να το φανταζόταν; Ενίοτε οι άγνωστοι μας καταλαβαίνουν καλύτερα.
Επίσης, όταν μιλάμε για τα συναισθήματα, τις απόψεις, τα μυστικά και τις ιστορίες μας με αγνώστους, δενέχουμετίποταναχάσουμε. Μπορούμε κάλλιστα να είμαστε ευάλωτοι και να ανοιχτούμε χωρίς καμία συνέπεια. Κι αν ο άγνωστος σχηματίσει κακή εικόνα για εμάς, σοκαριστεί ή διαφωνήσει, δεν πειράζει. Ο άγνωστος μπορεί να ακούσει πώς νιώθουμε χωρίς να χρειάζεται να συμπορευτεί μαζί μας. Και εδώ το πράγμα γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον. Εάν ένας άγνωστος ακούσει τα συναισθήματά μας, είναι πολύ πιθανόν να ανοιχτεί και εκείνος. Η τρωτότητα και η εκμυστήρευση –η ανταλλαγή πληροφοριών, απόψεων, ιστοριών και συναισθημάτων που δημιουργούν και ενισχύουν τους δεσμούς μας– έχουν τη δική τους ιδιαίτερη λογική, τη λογικήτηςαμοιβαιότητας. Μια πρόσφατη μελέτη ερεύνησε τα όρια αυτής της δυναμικής και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι εκμυστηρεύσεις γεννούν εκμυστηρεύσεις». Ο συγκεκριμένος μηχανισμός δεν πυροδοτείται όταν μοιράζεσαι απλές πληροφορίες με κάποιον, όταν όμως μιλάς για προσωπικά συναισθήματα, τότε παίρνει τα ηνία μια εντυπωσιακή αμοιβαιότητα. Πράγμα που φαίνεται λογικό όταν βρισκόμαστε με φίλους, συγγενείς και συντρόφους. Μοιραζόμαστε, μοιράζονται. Ωστόσο λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και μεταξύαγνώστων. Εάν αναπτύξατε ποτέ μια απροσδόκητα γρήγορη συμπάθεια ενώ μιλούσατε με έναν άγνωστο, τότε σίγουρα τέθηκε σε λειτουργία η λογικήτηςεκμυστήρευσης.
Ως εξωστρεφής και επικοινωνιακός, έχω πολλά παραδείγματα και ιστορίες που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Ένα χαρακτηριστικό, που θυμάμαι έντονα, αν και έχουν περάσει μερικές δεκαετίες, είναι σε ένα ταξίδι μου από τη Νέα Υόρκη στην Ατλάντα. Δίπλα μου στο αεροπλάνο καθόταν ένας καλοντυμένος, σοβαρός κύριος, που ήταν συνεχώς βυθισμένος στα χαρτιά του. Την ώρα του φαγητού στο αεροπλάνο, που είναι η πιο κατάλληλη για επικοινωνία με τους διπλανούς –δεδομένου ότι αν θέλεις να μιλήσεις με έναν άγνωστο, πρέπει να μην έχει δουλειά και να μη βιάζεται– του έπιασα κουβέντα. Του ανοίχτηκα πρώτος, σχολιάζοντας το φαγητό, το ταξίδι, γενικά πράγματα. Στην αρχή ήταν πολύ επιφυλακτικός και απαντούσε λακωνικά. Αργότερα, όταν του ξανοίχτηκα περισσότερο, του είπα ποιος είμαι και τι κάνω στην Αμερική, ότι η εμφάνισή του μου θυμίζει CEO εταιρείας, “ξεκουμπώθηκε” κι αυτός. «Θα σου πω ποιο είναι το επάγγελμά μου, αν και δεν το έχω πει ποτέ σε κανέναν. Είμαι υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA και υπεύθυνος για την Κίνα». Ξεπερνώντας την έκπληξή μου, του είπα «Θα έχετε πάει πολλές φορές εκεί…». «Καμία», μου απάντησε, «αλλά γνωρίζω πολύ καλά τη χώρα». Απόρησα, «πώς;». «Μελετάμε συνεχώς ό,τι έντυπο κυκλοφορεί από το Πεκίνο μέχρι το τελευταίο χωριό και από εκεί έχουμε το 90%τωνπληροφοριών για τη χώρα». Αυτό το τελευταίο μού έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση και το κράτησα. Όταν αργότερα, ανοίξαμε το γραφείο στην Ελλάδα, εγώ δεν είχα καμία σχέση με τη ναυτιλία, πλην του ότι είχα γεννηθεί στη Χίο. Όμως άρχισα να μελετώ όλα τα ναυτιλιακά περιοδικά, επηρεασμένος από τη συζήτηση με τον άγνωστο στο αεροπλάνο. Έτσι μάθαινα τα περισσότερα για τη ναυτιλία, π.χ. ποιος πήρε δάνειο για να φτιάξει βαπόρι, και ήμασταν από τους πρώτους που ερχόμαστε σε επαφή μαζί του και να κλείνουμε δουλειές, πριν οι άλλοι να το πάρουν είδηση.
Το σώμα μιλάει Η αβίαστη συναισθηματικήσυμπάθεια μπορεί ενίοτε να ξεκινήσει και από το σώμα. Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι τείνουν να μιμούνται ο ένας τον άλλο χωρίς να το συνειδητοποιούν, και το κάνουν ακόμη περισσότερο όταν αποζητούν να γίνουν αρεστοί. Είναι γνωστό ότι οι ερωτευμένοι τείνουν ασυναίσθητα να μιμούνται ο ένας τον άλλο ή να κάνουν αντίστοιχες κινήσεις, χειρονομίες και εκφράσεις. Στο φλερτ, είτε το αντιλαμβάνεστε είτε όχι, προσπαθείτε να συντονίσετε το σώμα σας προκειμένου να γίνετε αρεστοί. Όταν απορρίπτετε μια πρόταση, φροντίζετε το σώμα σας να μη συγχρονίζεται, για να δείξετε ότι δεν ενδιαφέρεστε. Πειράματα έχουν δείξει ότι ο μιμητισμόςμεταδίδει (ή χρησιμοποιείται ώστε να μεταδώσει) τηνεπιθυμητήκοινωνική απόσταση σε μια αλληλεπίδραση. Ο έντονος μιμητισμός μαρτυρά την επιθυμία μας για μεγάλη εγγύτητα, και το αντίστροφο. Οι ερευνητές αποκαλούν αυτές τις μιμητικές κινήσεις και τους ρυθμούς, καθώς και τις συγχρονισμένες χειρονομίες και φωνές, «ενσαρκωμένησυμπάθεια». Όταν οι άνθρωποι νιώθουν σωματική συμπάθεια, όχι μόνο συμπαθούν ακόμη περισσότερο ο ένας τον άλλο, αλλά αναπτύσσουν μεταξύ τους συμπόνια, συνεργασία, εγγύτητα, συναισθηματική στήριξη, ικανοποίηση, μέχρι και μεγαλύτερη αντοχή στον πόνο, σύμφωνα με ψυχολόγους ερευνητές. Επίσης, η ενσαρκωμένη συμπάθεια οδηγείτους ανθρώπους σεανακουφιστικέςπροσωπικέςεκμυστηρεύσεις.
Αυτό δεν ισχύει μόνο σε σχέσεις ερωτικές. Η απροσδόκητη αμοιβαία εγγύτητα που δημιουργείται από τα σημάδια του σώματος είναι εξίσου ισχυρήανάμεσασεαγνώστους, και μάλιστα σε συνθήκες κάθε άλλο παρά ρομαντικές. Μια έρευνα που είχε ως στόχο να βοηθήσει τους αστυνομικούς να καλλιεργούν και να διατηρούν ένα αίσθημα συμπάθειας με τους ανθρώπους που ανακρίνουν τόνιζε πώς από αυτό τον σιωπηρό μιμητισμό και τις εκμυστηρεύσεις των αστυνομικών προέκυπταν περισσότερες πληροφορίες, περισσότερη εμπιστοσύνη και περισσότερη συνεργασία εκ μέρους των υπόπτων. Μη λεκτικές συμπεριφορές όπως η οπτικήεπαφή, το σκύψιμο προς τον άλλο και ο μιμητισμόςδημιουργούσαν μια σωματικήσυμπάθεια που άνοιγε το δρόμο των εκμυστηρεύσεων, ενώ οι εκμυστηρεύσεις των αστυνομικών οδηγούσαν στις αντίστοιχες εκμυστηρεύσεις των ανακρινομένων.
Γείτονες Αν μένεις κάπου για καιρό, αρχίζεις να αναγνωρίζεις τους γείτονές σου και η οικειότητα του πεζοδρομίου που μοιράζεσαι μαζί τους σε κάνει να νιώθεις σαν στο σπίτι σου. Οι άνθρωποι ασυναίσθητα θέτουν όρια με τους γείτονές τους, για να διατηρήσουν μια αίσθηση ιδιωτικότητας και κοινωνικής απόστασης στις πυκνοκατοικημένες περιοχές. Έξω στο δρόμο, όμως, διαμορφώνουμε ευχάριστες, χαλαρές σχέσεις με κάποιους γείτονες, τους ξέρουμε και μας ξέρουν, τους αναγνωρίζουμε και μας αναγνωρίζουν. Αυτές είναι βαθύτατα ανθρώπινες ανάγκες που τις ικανοποιούν οι οικείοι μας, μερικές φορές οι άγνωστοι και επίσης οι γείτονες. Είναι εντυπωσιακό ότι αν συναντήσουμε τυχαία έναν πρώην γείτονά μας, πολλά χρόνια μετά, θεωρούμε ότι βρεθήκαμε με κάποιον φίλο και χαιρόμαστε, ακόμη κι αν δεν θυμόμαστε καν το όνομά του.
Έτσι, λοιπόν, όταν μιλάς με έναν άγνωστο, κοινωνικοποιείσαι με ένα διαφορετικό τρόπο, αντλείς απόλαυση, βιώνεις ένα φευγαλέο δέσιμο. Η αναζήτηση μιας τέτοιας εμπειρίας όχι μόνο αλλάζειτηνκαθημερινότητά σου, αλλά ενδεχομένως επιδρά και στον ευρύτερο πολιτικό κόσμο, οδηγώντας μας μακριά από το φόβο και δημιουργώντας συνθήκες εξωστρέφειας, συνεργασίας και γνήσιαςκατανόησης.
Ο φόβος για τους αγνώστους Άραγε γιατί οι άνθρωποι φοβούνται τους αγνώστους; Επειδή η ιδιότητά τους ή οι προθέσεις τους δεν ερμηνεύονται εύκολα. Επειδή τα εγκλήματα και οι επιθέσεις συχνά διαπράττονται από αγνώστους ή μεταξύ αγνώστων, και επειδή κυρίως για αυτά τα εγκλήματα και τις επιθέσεις ακούμε περισσότερο στα ΜΜΕ.
Στον αντίποδα, η τάση να μας αρέσουν καινούργια πράγματα ή τύποι προσώπων ή τύποι ανθρώπων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με κάτι ήδη οικείο σ᾽ εμάς μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Και αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για να ζει κανείς σε ποικιλόμορφες κοινωνίες και να μιλάει με αγνώστους που συναντάει.
Όσο περισσότερο εκτίθεσαι σε ανθρώπους διαφορετικούς από εσένα με έναν χαλαρό και γενικευμένο τρόπο, τόσο πιθανότερο είναι να σου αρέσουν και να προσπαθήσεις ίσως να καταλάβεις τους ίδιους, τον τρόπο ζωής τους και τις πεποιθήσεις τους. Για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες, για τις κουλτούρες, τις γειτονιές και τις χώρες στις οποίες ζούμε, η συνήθεια της αλληλεπίδρασης με αγνώστους μπορεί να γίνει μεταμορφωτική. Μπορεί να αλλάξει συναισθήματα, ιδέες και πολιτικές, καθώς και τα συγκεχυμένα όριά τους.
Μια απλή κουβέντα με έναν άγνωστο μας κάνει να βλέπουμε τον άλλο ως πρόσωπο. Όχι ως ένα σώμα ή μια κατηγορία. Όταν αντιλαμβάνεσαι κάποιον ως πρόσωπο, διευρύνεται η άποψή σου για το ποιος μετράειωςάνθρωπος και αυτό είναι πολύ ισχυρό.
Αυτή ακριβώς η μικρή ατομική αλλαγή είναι προάγγελος μεγαλύτερων πολιτικώναλλαγών. Σε μια εποχή όπου εντείνονται οι προσπάθειες και οι αγώνες για να αντιμετωπίσουμε ζητήματα που έχουν σχέση με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, το ρατσισμό, το μίσος και την παρενόχληση, όταν απλώς βλέπεις κάποιον ως άτομο, κάνεις μια πράξη πολιτική.
Κοσμοπολιτισμός και ενσυναίσθηση Κατά τη γνώμη μου, όλα ξεκινούν από τον κοσμοπολιτισμό, μια φιλοσοφική έννοια με ρίζες στην αρχαίαΕλλάδα που αργότερα έγινε πολιτικό ιδανικό του Διαφωτισμού. Η βασική ιδέα είναι ότι οι άνθρωποι, αντί για πολίτες ενός έθνους, είναι πολίτεςτουκόσμου, ότι πρώτα θεωρούνται άνθρωποι και έπειτα μέλη ενός κράτους, έθνους, εθνικής μειονότητας (ή όλων αυτών μαζί). Πρόκειται για μια ηθικήβάση. Ως κοσμοπολίτες, ως άνθρωποι, όταν οι ταυτότητές μας συγκρούoνται με την ανθρωπιά μας, κερδίζειηανθρωπιά και μέσα από αυτή ενισχύεται και η ταυτότητα.
Τα τελευταία χρόνια πολεοδόμοι, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, ανθρωπολόγοι και γεωγράφοι χρησιμοποιούν την ιδέα του κοσμοπολιτισμού προσπαθώντας να αναλύσουν πώς τα βιώματα της πολιτισμικής ανάμειξης αλλάζουν τις κοινωνικέςσχέσεις, μειώνουν τις προκαταλήψεις, δημιουργούνενότητα και ισχυρότερηδημοκρατία.
Οι πολεοδόμοι διεθνώς ασχολούνται με το τι μπορεί να γίνει στις πόλεις, δομικά και κοινωνικά, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η κοινωνικήανάμειξη και να δημιουργηθεί θετικήεπαφή μεταξύ ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικέςκοινωνικέςομάδες. Ένα θέμα που μονίμως τους απασχολεί είναι το γεγονός ότι όταν οι άνθρωποι μιλούν με αγνώστους τότε οι αλληλεπιδράσεις τούς οδηγούν σε ανοχή, αμοιβαίοσεβασμό και κατανόηση. Μπορούν να γίνουν μεταμορφωτικές. Και αυτό ακριβώς είναι το νόημα.
Ενσυναίσθηση και προκατάληψη Η ενσυναίσθηση δεν είναι κάτι που το κληρονομούμε, είναι μια ικανότητα που συνήθως αναπτύσσεται στα πρώταχρόνια της ζωής μας και συχνά διδάσκεται στις οικογένειες και στα σχολεία. Μπορεί να καλλιεργηθεί και να διαμορφωθεί από εμπειρίες που μας διαπλάθουν και περιορίζεταιαπότηνπροκατάληψη.
Παρότι οι θετικές αλληλεπιδράσεις είναι πολύ συχνότερες από τις αρνητικές, το ισχυρό πλήγμα μιας αρνητικήςεμπειρίαςυποσκελίζει εύκολα πολλέςθετικές. Οι ερευνητές λένε ότι ο βαθμός της αύξησης των προκαταλήψεων εξαρτάται από τις προγενέστερες εμπειρίες του ατόμου με μέλη της συγκεκριμένης ομάδας. Παρόλα αυτά εξακολουθούν να διατηρούν την ελπίδα ότι η θετικήεπαφή μπορεί να επιφέρει μεγάλες αλλαγές.
Από το βλέμμα ξεκινούν όλα Το βλέμμα είναι ο πυρήνας της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων. Η ανταλλαγή βλεμμάτων μπορεί να γίνει μια πανίσχυρη δήλωση εξωστρέφειας ή εσωστρέφειας, επιθυμίας ή αποστροφής. Η πλοήγηση στον κόσμο των αγνώστων ξεκινάει με τη γνώση της σημασίας του κάθε βλέμματος.
Μια ξεκάθαρη ματιά αποτελεί προσέγγιση και όπως κάθε προσέγγιση μπορεί να απορριφθεί. Η συντομία της ματιάς προφυλάσσει την αξιοπρέπειά σου αν απορριφθείς. Η απόρριψη μπορεί να μοιάζει με απουσία αναγνώρισης. Η αποδοχή είναι ένα άνοιγμα που μπορεί να το ακολουθήσει ένα νεύμα, ένα χαμόγελο ή μια απλή κουβέντα.
Σε χώρες της ΆπωΑνατολής είναι κανόνας οι άνθρωποι να μη μιλούν με αγνώστους. Σύμφωνα με έρευνες, η παραδοσιακή ευγένεια φυλάσσεται για τους συγγενείς και τους φίλους. «Οι άγνωστοι, οι γυναίκες, οι χωριάτες [και] οι μετανάστες» ούτε αντιμετωπίζονται ούτε περιμένουν να αντιμετωπιστούν με ευγένεια. Τα τελευταία χρόνια, πολλές κυβερνήσεις έχουν προωθήσει ευγενικές εκφράσεις που αποτελούν το ευρωπαϊκό ανάλογο λέξεων όπως γεια, παρακαλώ, ευχαριστώ, συγγνώμη και αντίο, προκειμένου να καλλιεργηθεί η ευγένεια στις διεθνείς επαφές.
Σε κάποιες άλλες χώρες, η βαθιά ριζωμένη παράδοση της φιλοξενίας απέναντι σε αγνώστους και ταξιδιώτες κάνει τη βοήθεια αυτονόητη και εύκολη.
Ένα άλλο μεγάλο θέμα, στο οποίο δυστυχώς μόνο ακροθιγώς μπορώ να αναφερθώ εδώ, λόγω περιορισμένου χώρου, είναι η παρενόχληση στους δρόμους, η οποία δεν αποτελεί έκφραση υγιούς επικοινωνίας και η οποία μόνο από το θύμα μπορεί να προσδιοριστεί. Αν νιώθει ότι παρενοχλείται, τότε πρόκειται για παρενόχληση.
Εν κατακλείδι, προφανώς με όλα αυτά δεν μπορεί να πει κανείς ότι αν οι άνθρωποι μιλούσαν με αγνώστους, θα εξαφανίζονταν όλα τα αστικά κοινωνικά προβλήματά μας και οι κοινωνικοί διαχωρισμοί. Το ζήτημα είναι απείρως πιο σύνθετο και εξαρτάται από πολύ περισσότερους παράγοντες από μια απλή αλλαγή συμπεριφοράς. Όταν μιλάω για συζητήσεις με αγνώστους, εννοώ μια ανοιχτή, γεμάτη σεβασμό, γνήσια αλληλεπίδραση, που μπορεί να κάνει τον κόσμο γύρω μας κάπως πιο εύπλαστο και να δημιουργήσει προϋποθέσεις για μια θετικήαλλαγή.
Πηγές: Μπαρμπα-Google, Kio Stark, Να μη μιλάτε με αγνώστους, εκδ. Key Books, 2020