Στη ζωή μας συμβαίνουν κάποιες συγκυρίες που ξαφνιάζουν, όπως να συναντάς κάποιον σε έναν απίθανο τόπο και χρόνο ή να είσαι κοντά σε κάποιον για πολλά χρόνια και να μην έτυχε να μάθεις βασικά πράγματα γι᾽ αυτόν. Αυτό συνέβη σε μένα με τον Άγιο Νεκτάριο. Όταν αγόρασα το οικόπεδο στη Βούλα, το 1972, όπου κτίσαμε το σπίτι μας, όπως είναι φυσικό, άρχισα να ενδιαφέρομαι για την περιοχή, μιας και τότε ήταν ακόμα ένα βουνό χωρισμένο σε οικόπεδα. Η αγωνία όλων των οικοπεδούχων, που είχαν αγοράσει τα οικόπεδά τους όχι φθηνά για την εποχή, ήταν πώς θα μπορέσουν να χτίσουν.
Ο σύλλογος των Αναπήρων Πολέμου, στον οποίο ανήκε το οικόπεδο, έκανε τότε μια συγκέντρωση στο μοναδικό καφενείο της περιοχής και είχαμε μαζευτεί σχεδόν όλοι οι αγοραστές. Ο πρόεδρος του συλλόγου, πρώην αξιωματικός με πολλά παράσημα από τα πεδία των μαχών, μας μιλούσε γενικά για τα κατορθώματά του στους πολέμους για αρκετή ώρα. Καθώς είμαι μυτάς, που λέμε στη Χίο, και ενώ δεν είχα προσφέρει ακόμη κάτι, του είπα ότι μας ενδιαφέρει να ακούσουμε πώς θα εξελιχθεί η περιοχή και τι θα γίνει με τα οικόπεδα που είχαμε αγοράσει. Τελικά, έβαλα υποψηφιότητα για τον σύλλογο και πήρα τις περισσότερες ψήφους, μαζί με κάποιους άλλους καινούργιους που ασχολήθηκαν, γιατί τους ενδιέφερε και ήθελαν να προσφέρουν, δεδομένου ότι στο βουνό δεν υπήρχαν χαραγμένοι δρόμοι υψομετρικές μελέτες, ρεύμα, νερό, αποχέτευση και συν τοις άλλοις στο κέντρο του Πανοράματος υπήρχαν 120 στρέμματα που δεν είχαν μπει στο σχέδιο, είχαν μείνει σαν ακάλυπτος χώρος και κάποιοι είχαν αρχίσει αυθαίρετα να τα τεμαχίζουν και να τα πουλάνε. Επίσης είχαν φροντίσει να “δωρίσουν” και σε κάποιους παράγοντες προκειμένου να τους κλείσουν το στόμα. Είχαμε πολλή δουλειά μπροστά μας και 3-4 άνθρωποι τραβήξαμε κουπί, όπως συμβαίνει συνήθως, για να γίνει το Πανόραμα αυτό που είναι σήμερα.
Το προσκυνητάρι Έτυχε μια μέρα που ανέβαινα, μάλλον θα ήταν όταν χτιζόταν το σπίτι, να μου κάνει ωτοστόπ μια ηλικιωμένη κυρία και αφού τη ρώτησα πού πάει, την έφερα στην πλατεία Άλσους που ήταν το οικόπεδό της. Μπροστά στο οικόπεδό της πρόσεξα ότι υπήρχε ένα εικονοστάσι με παγκάρι και κεριά. Τη ρώτησα και μου είπε ότι το είχε αφιερώσει στον Άγιο Νεκτάριο για να μην πηγαίνει ο κόσμος απέναντι στην Αίγινα να τον προσκυνήσει. Το συζήτησα στον σύλλογο και τελικά απευθυνθήκαμε στον Δεσπότη που μας είπε ότι είναι παράνομο. Έτσι αποφασίσαμε, με την έγκριση της Μητροπόλεως, να τοποθετήσουμε ένα λυόμενο μέχρι να χτιστεί ο κυρίως ναός προς τιμή του Αγίου Νεκταρίου. Δύο πολύ ευλαβείς άνθρωποι που ασχολούνταν με οικοδομικές εργασίες, μας πλησίασαν και μας είπαν, «είμαστε φτωχοί, δεν έχουμε να δώσουμε χρήματα, αλλά μπορούμε να προσφέρουμε εργασία». Όταν είδα τα σχέδια του Ναού, είπα “για τόσα λίγα σπίτια, τόσο μεγάλος Ναός”, όμως ένας Ναός χτίζεται για τα επόμενα 100-200 χρόνια.
Οι Άγιοι της Χίου Ψάχνοντας στη βιβλιοθήκη μου, την περίοδο του κορωνοϊού που είχα πολύ χρόνο, βρήκα ένα βιβλίο 725 σελίδων, με τίτλο Οι Άγιοι της Χίου, της Πόπης Χαλκιά-Στεφάνου. Στα περιεχόμενα, ανάμεσα σε πολλούς Αγίους, υπήρχε και ο Άγιος Νεκτάριος (Κεφαλάς) Επίσκοπος Πενταπόλεως. Αρχικά, όπως ήμουν αφηρημένος, αναρωτήθηκα αν υπάρχει και άλλος Άγιος Νεκτάριος στη Χίο και δεν το ξέρω. Ποτέ στα πενήντα χρόνια που ακούω κηρύγματα για τον Άγιο Νεκτάριο δεν αναφέρθηκε κάτι για τη Χίο. Ανέτρεξα στη σελ. 583 και διάβασα: «Το ολοπόρφυρο μαρτυρικό στερέωμα της Αγιοτόκου Χίου με το νέφος των Αγίων Μαρτύρων της εκόσμησε ως υπέρλαμπρος αδάμας της Εκκλησίας του Χριστού ο Άγιος της αγάπης και της υπομονής με τη χιακή καταγωγή, που εδέχθη τα θεία νάματα της ευσεβείας στα ιερά χώματα της γενέτειρας των γονέων του ο Άγιος του 20ού αιώνα, ο Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς». Κατάλαβα ότι πρόκειται για τον γνωστό Άγιο Νεκτάριο. Εκ των υστέρων συνέδεσα ότι το επώνυμο Κεφαλάς ή Κεφάλας είναι κοινό στη Χίο και μάλιστα στο χωριό των γονέων του, το Λιθί, όμως αείμνηστος συμπέθερος, φίλος και συμμαθητής μου Γιάννης Κεφάλας, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου, δεν έτυχε ποτέ να μου πει ότι ανήκει στο γενεαλογικό δένδρο του Αγίου Νεκταρίου.
Από τη Χίο στη Σηλυβρία Οι γονείς του Αγίου Νεκταρίου, Δήμος ή Δημοσθένης και Βασιλική ή Μαλού, εγκατέλειψαν το χωριό τους και εγκαταστάθηκαν στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης. Το πέμπτο από τα επτά αγόρια που απέκτησαν εκεί το 1846, το βάφτισαν Αναστάσιο. Οι μικρές δυνατότητες των φτωχών γονιών του δεν τους επέτρεπαν να ικανοποιήσουν τη μεγάλη δίψα για μάθηση του μικρού Αναστασίου. Μόνο τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στην πατρίδα του. Σε ηλικία 14 ετών, χωρίς καθόλου χρήματα αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη με στόχο την πραγματοποίηση του ονείρου του. Ο καπετάνιος του πλοίου που βρισκόταν στο κοντινό λιμάνι με προορισμό τη Βασιλεύουσα, αρνήθηκε να τον πάρει μαζί του, επειδή δεν είχε χρήματα να πληρώσει το εισιτήριό του. Το παιδί στάθηκε λυπημένο στην άκρη της προβλήτας και η παράδοση λέει ότι το πλοίο παρέμενε κολλημένο στο λιμάνι, παρ᾽ όλες τις προσπάθειες του κυβερνήτη και ξεκίνησε μόλις έγνεψε στον δακρυσμένο Αναστάσιο να ανέβει.
Στην Πόλη Στην Κωνσταντινούπολη, με συστατική επιστολή που έφερε μαζί του, άρχισε να εργάζεται στοκαπνεργοστάσιο κάποιου συγγενή του από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ. Τη νύχτα μελετούσε, συνέλεγε ρητά και χωρία από τις δέλτους των Αγίων Πατέρων και τα κατέγραφε στις σακκούλες του καπνού, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο ιεραποστολή, για να τα διαβάζουν οι χριστιανοί και οι αλλόθρησκοι και να διδάσκονται από αυτά. Το περίεργο είναι ότι με το εγχείρημα αυτό του Αναστασίου, το εργαστήρι διπλασίασε τη δουλειά του. Ο ίδιος αργότερα θα εκδώσει τα ρητά και τα αποφθέγματα αυτά στο βιβλίο του Λογίων Θησαύρισμα. Μετά παρέλευση αρκετού διαστήματος προσελήφθη παιδονόμος στο Σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου, όπου με ζήλο εκτελούσε τις υπηρεσίες που του ανέθεταν και παράλληλα δίδασκε στις κατώτερες τάξεις, ενώ ο ίδιος παρακολουθούσε μαθήματα στις ανώτερες.
Χίος-Αθήνα-Αλεξάνδρεια Σε ηλικία είκοσι ετών, το 1866, αναχώρησε απο την Κωνσταντινούπολη για τη Χίο, όπου με τη στερεή του μόρφωση και τη βοήθεια του ευπατρίδη Ιωάννη Χωρέμη, διορίστηκεδημοδιδάσκαλος στο χωριό των γονιών του, το Λιθί. Εκεί δίδαξε με ζήλο και αγάπη τους μαθητές του, αλλά και τους χωρικούς, τους οποίους προέτρεπε στην ευσέβεια και στην αρετή. Φωτεινό παράδειγμα είναι ο ίδιος με την κατά Θεό βιοτή και πολιτεία του. Ζούσε λιτά, ασκητικά, αγαπούσε ιδιαίτερα τη μελέτη και την προσευχή και κήρυττε τον Θείο λόγο στον Ναό του χωριού. Επισκεπτόταν τακτικά τη Σκήτη των Αγίων Πατέρων της Χίου, συζητούσε με τον οσιώτατο Πατέρα Παχώμιο Αρελά και με την καθοδήγησή του γινόταν ακόμη ισχυρότερος ο πόθος του για τη μοναχική ζωή. Μετά από επταετή υπηρεσία Λιθί, εκάρη μοναχός στη βυζαντινή Νέα Μονή του νησιού με τα περίφημα ψηφιδωτά, και ονομάστηκε Λάζαρος. Το 1877 χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Γρηγόριο τον Βυζάντιο και πήρε το όνομα Νεκτάριος. Η καρδιά του φλεγόταν από τον πόθο να σπουδάσει θεολογία, για να διακονήσει καλύτερα το Ευαγγέλιο και να φανεί χρήσιμος στους συνανθρώπους του. Και πάλι η Θεία Χάρη φώτισε τον ΙωάννηΧωρέμη, ευσεβή χριστιανό, από τους πλουσιότερους του νησιού, να αναλάβει όλες τις δαπάνες για τη συνέχιση των σπουδών του στην Αθήνα. Όμως λίγο πριν πάρει το απολυτήριο του τότε Γυμνασίου από τη Βαρβάκειο Σχολή, το 1881, αποδήμησε ο προστάτης του και ο Νεκτάριος στερούμενος πόρων, κατέφυγε στηνΑλεξάνδρεια, όπου Πατριάρχης ήταν ο Σωφρόνιος Δ΄. Οι δύο συστατικές επιστολές που ο ιεροδιάκονος κόμιζε, ήταν του Χίου τιτουλαρίου Επισκόπου Σιών Γρηγορίου Φωτεινού και του επίσης Χίου καθηγητού Κωνσταντίνου Πρωίου, με κοινή ημερομηνία 3 Ιουλίου 1881. Και οι δύο επικαλούνται θερμά τη φιλανθρωπία του Πατριάρχου προς τους αναξιοπαθούντες.
Θεολογική Σχολή Αθηνών Ο Σωφρόνιος εντυπωσιάστηκε από τις αρετές του και τον έστειλε ξανά στην Αθήνα προκειμένου να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή. Ο Νεκτάριος στη διάρκεια των σπουδών του διέπρεψε και μάλιστα πρώτευσε στον διαγωνισμό και κέρδισε υποτροφία από το κληροδότημαΑντωνίουΠαπαδάκη. Αφού έλαβε το πτυχίο του, το1885, επέστρεψε και πάλι στην Αλεξάνδρεια.
Επίσκοπος Πενταπόλεως Ο υπέργηρος πλέον Πατριάρχης Σωφρόνιος, που επιθυμούσε να επανδρώσει την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας με μορφωμένους και ικανούςκληρικούς, τον χειροτονεί ιερέα στις 23 Μαρτίου1886, στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Σάββα και τον Αύγουστο του ίδιου έτους του απονέμει το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου. Συγχρόνως του ανατέθηκαν καθήκοντα Γραμματέως του Πατριαρχείου και ιεροκήρυκα και διορίστηκε ΠατριαρχικόςΕπίτροπος στο Κάιρο. Και στα νέα του καθήκοντα ο ακάματος Νεκτάριος εργάστηκε με απαράμιλλο ζήλο, αγάπη και φόβο Θεού. Μεταξύ άλλων φρόντισε για τη διακόσμιση και την αγιογράφηση του ΠατριαρχικούΝαού του Αγίου Νικολάου, που πραγματοποιήθηκε με δωρεές ευσεβών ομογενών της Αιγύπτου. Στις 15 Ιανουαρίου 1889 εξελέγη επίσκοπος της “πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Μητροπόλεως Πενταπόλεως” της Λιβύης. Ο ταπεινός Νεκτάριος και από τη νέα υψηλή θέση του, δεν παύει να διακονεί τον λαό του Θεού. Όλοι σε εκείνον προσβλέπουν και σε εκείνον προστρέχουν, όχι μόνο οι ευρισκόμενοι στο Κάιρο, αλλά και οι ευσεβείς χριστιανοί από όλη την Αίγυπτο και με θαυμασμό και σεβασμό εκθειάζουν τα προτερήματά του.
Η δίωξη Ο Πατριάρχης Σωφρόνιος πλησίαζε στο τέλος του βίου του και είχαν αρχίσει να δρομολογούνται οι διαδικασίες διαδοχής του. Η ραγδαία ανέλιξη του Νεκταρίου δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπόλοιπους επισκόπους. Οι αντίπαλοί του φοβούμενοι ότι η αγάπη του κόσμου και τα χαρίσματα του τον καθιστούσαν πρώτη επιλογή για τον πατριαρχικό θρόνο, αντέδρασαν με χαλκευμένεςκατηγορίες και διαβολές, κατηγορώντας τον αόριστα για ηθικά παραπτώματα και για υποκίνηση ανατροπής του Πατριάρχη. Ο γηραιός Σωφρόνιος, αδύναμος να εξετάσει την ακρίβεια των κατηγοριών, πείστηκε και το1890 ο Επίσκοπος Πενταπόλεως Νεκτάριος αποπέμφθηκε από τα καθήκοντά του και εκδιώχθηκε «ως ασεβής και επαναστάτης και δούλος πονηρός, κακά μελετήσας κατά της Εκκλησιαστικής του αρχής», χωρίς καν απολογία. Ο Άγιος Πατέρας, με βαθύτατη θλίψη, δέχθηκε την απόφαση και χωρίς να διαμαρτυρηθεί,πράος και ανεξίκακος, αναχώρησε για την Αθήνα, με σκοπό να επισκεφτεί το Άγιο Όρος και να μονάσει εκεί. Κάποιοι όμως, μεταξύ των οποίων και ο Μητροπολίτης Αθηνών Γρηγόριος, τον παρότρυναν να παραμείνει στην Αθήνα, με το επιχείρημα ότι η ωφέλεια των χριστιανών από τα θεία κηρύγματά του και την κατά Χριστό ζωή του θα είναι μεγαλύτερη. Όμως οι συκοφαντίες των διωκτών του τον κυνηγούν και στην Αθήνα. Κάθε προσπάθειά του να διοριστεί σε κάποια θέση ιερέα ή ιεροκήρυκα, προκειμένου να εξασφαλίζει τα προς το ζην, αποβαίνει μάταια. Από τη μια μεριά, η αίτησή του στο Υπουργείο Εκκλησιαστικών απορρίπτεται με την αιτιολογία ότι δεν έχει ελληνική υπηκοότητα, και από την άλλη, όταν το Υπουργείο ζητά πληροφορίες από το Κάιρο, οι Πατριαρχικοί απαντούν, «... την απομάκρυνσιν του Αγίου Πενταπόλεως προκάλεσαν λόγοι ηθικής...».
Ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα Τελικά, μετά από λίγο καιρό, χάρη στη βοήθεια ενός ανθρώπου ονόματι Μελά, ο οποίος ήταν μέλος της κυβέρνησης και τον είχε γνωρίσει στην Αλεξάνδρεια, διορίστηκε ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Για πρώτη φορά στην εκκλησιαστική ιστορία ένας Μητροπολίτης διορίζεται ως απλός ιεροκήρυκας. Ωστόσο η κακή φήμη που τον ακολουθούσε παρέμενε και ο σεπτός Ιεράρχης αντιμετωπίζει καχυποψία και αποδοκιμασίες και στη νέα του θέση. Ο ίδιος λυπάται και υπομένει και ο Θεός ανταμείβει την υπομονή του. Ο Μητροπολίτης Χαλκίδος φροντίζει να γνωστοποιηθεί στο εκκλησίασμα επιστολή εννιακοσίων χριστιανών του Καΐρου, όπουεκθείαζαντην ακεραιότητα του χαρακτήρα και τις σπάνιες αρετές του Νεκταρίου και ολοφύροντο γιατί έχασαν τον Ιεράρχη τους. Έκτοτε και για δυόμισυ χρόνια που έμεινε στη Χαλκίδα, το πολυπληθές εκκλησίασμα τον περιέβαλε με αγάπη και σεβασμό. Στη συνέχεια μετατέθηκε ως ιεροκήρυκας στους νομούς Φθιώτιδας και Φωκίδας.
Διευθυντής της Ριζαρείου Την άνοιξη του 1894 το Υπουργείο Εκκλησιαστικών τον διόρισε διευθυντή της Ριζαρείου Σχολής, στην Αθήνα, ως τον μόνο κατάλληλο στην κατάλληλη θέση. Το έργο του στη Ριζάρειο ήταν οργανωτικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό.Σύντομα οργάνωσε τη σχολή, ώστε να γίνει φυτώριο σωστών κληρικών για όλη την Ελλάδα. Την ίδια εποχή επιδόθηκε σε μεγάλο συγγραφικό έργο. Πολλά βιβλία του τα διέθετε στον λαό και τους θεολόγους δωρεάν, επειδή αδυνατούσαν να τα αγοράσουν, λόγω της φτώχειας. Χωρίς κανένα κέρδος, με γνώμονα μόνο την ψυχική ωφέλεια, ασκητής και ολιγαρκής, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την αυτοπροβολή και το κέρδος. Όταν τον κατηγορούσαν ουδέποτε αντιδικούσε, παρέμενε πράος, λέγοντας πάντα πως ο Θεός θα δικαιώσει τον δίκαιο και την αλήθεια. Παρά τα βαριά καθήκοντά του, ο σεπτός Ιεράρχης δεν παύει να ιερουργεί και να κηρύττει, όχι μόνο στο παρεκκλήσιο της Ριζαρείου, αλλά και σε ναούς της Αθήνας και του Πειραιά. Ιδιαίτερο είναι το ενδιαφέρον του και για το Λιθί, τον τόπο καταγωγής του. Με τη μεσολάβησή του στον Ανδρέα Συγγρό, τον Χίο εθνικό ευεργέτη, δόθηκαν δωρεά στο χωριό πέντε χιλιάδες λίρες. Η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε για το έργο που επιτελούσε, καταδείχθηκε την εποχή που πέθανε ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, και του ζητήθηκε να τον διαδεχθεί· ο ίδιος αρνήθηκε.
Μοναστήρι στην Αίγινα Η φλόγα του μοναχισμού έκαιγε πάντα στην καρδιά του και αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από τη σύνδεσή του με τον Γέροντα Δανιήλ τον Σμυρναίο, της Αδελφότητας Δανιηλαίων Αγίου Όρους, με τον οποίο διατηρούσε αλληλογραφία. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, έναν «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο στεγάστηκαν τέσσερις μοναχές, πνευματικά του παιδιά, από την Αθήνα και άλλες τρεις που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στη Ριζάρειο, από όπου παραιτήθηκε το1908. Στην Αίγινα εγκαταβίωσε οριστικά ως μοναχός, μακριά από φροντίδες και άλλες μέριμνες, και επιδόθηκε με ζήλο στην ανάπτυξη της μονής. Εφάρμοσε το κοινοβιακό σύστημα, φρόντιζε για την ακριβή τήρηση των μοναχικών κανόνων, τελούσε καθήκοντα Λειτουργού και ταυτόχρονα εργαζόταν χειρωνακτικά σε βαριές και σκληρές δουλειές. Ήταν αυστηρός με τον εαυτό του και ζούσε με μεγάλη άσκηση και προσευχή, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε. Στάθηκε στους ανθρώπους του νησιού αδελφός, βοηθός, συμπαραστάτης, οδηγός και συνοδοιπόρος της ζωής, γι' αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος υπήρξε για τους Αιγινίτες κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους. Συνέχισε το συγγραφικό του έργο –πραγματευόμενος πάσης φύσεως θέματα, θεολογικά, κοινωνικά, παιδαγωγικά, ηθικά κλπ.– που πλέον αναγνωριζόταν για την επιστημονική εγκυρότητα, το ύφος και την πνευματικότητά του τόσο από τον τύπο, όσο και από μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Οι δυσκολίες και οι πίκρες ποτέ δεν έλειψαν. Νέα εκστρατεία κατασυκοφάντησής του ξεκίνησε και το θέμα έφτασε στην Ιερά Σύνοδο. Ο Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, επισκέφτηκε αυτοπροσώπως το μοναστήρι στην Αίγινα, όπου διαπίστωσε το θεάρεστο έργο του Ιεράρχη και εξήγησε την αιτία των συκοφαντιών.
Η ασθένεια και το τέλος της επίγειας ζωής Δώδεκα χρόνια μετά την έλευσή του στο νησί, αρρώστησε από οξεία κυστίτιδα και στις 20 Σεπτεμβρίου 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο Νοσοκομείο, όπου διεγνώσθη ότι έπασχε από καρκίνο του προστάτη. Παρά τις συνεχείς φροντίδες γιατρών και νοσηλευτών, το τέλος της επίγειας ζωής του ήρθε το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1920, σε ηλικία 74 ετών και το ιερό σκήνωμά του μεταφέρθηκε στην Αίγινα όπου και ενταφιάστηκε στο προαύλιο της Μονής. Πλήθος πιστών είχε κατακλύσει τους χώρους μέσα και έξω από το μοναστήρι και τον κοντινό λόφο για να αποχαιρετήσει με σπαραγμό τον αγιασμένο Ιεράρχη. Την 3η Σεπτεμβρίου 1953 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του και όλοι όσοι παρευρέθηκαν μαρτυρούν ότι “άρρητη ευωδία εξήλθε από τον τάφο του”. Στις 16 Απριλίου 1961 το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξε τον Πενταπόλεως Νεκτάριο και επισήμως Άγιο. Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία την 9η Νοεμβρίου, επειδή η κοίμησή του συνέπεσε με την ημέρα της εορτής των Αγίων Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Η διαρκής θαυματουργική του χάρη τον καθιέρωσε στη συνείδηση των πιστών ως τον Άγιο του 20ού αιώνα και ναοί προς τιμή του έχουν χτιστεί στη Χίο και σε πολλές πόλεις της Ελλάδας.
Πατριαρχική «Συγγνώμη» Μόλις στις 15 Ιανουαρίου 1998, εβδομήντα οκτώ χρόνια μετά την κοίμησή του και εκατόν επτά μετά την εκδίωξή του από την Αλεξάνδρεια, το Πατριαρχείοαποκατέστησε συνοδικώς την κανονική τάξη περί του προσώπου του Αγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως. Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας εξέδωσε Συνοδική διαγνώμη «προς εκζήτησιν συγχωρήσεως παρά του Αγίου Νεκταρίου διά την γενομένην εις αυτόν αδικίαν υπό των προαπελθόντων πατέρων και αδελφών του Πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας».
Ο Χίος Οπωσδήποτε θα αναρωτιούνται πολλοί από τους αναγνώστες γιατί στον τίτλο του άρθρου έγραψα, Άγιος Νεκτάριος ο Χίος. Δεν το έκανα μόνο γιατί το νησί ήταν η γενέτειρα των γονιών του, αλλά και γιατί η Χίος αναμφίβολα διεδραμάτησε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή του. Υπήρξε το λίκνο που δέχθηκε και γαλούχησε τον Άγιο Πατέρα, στη Χίο “βαπτίστηκε στα ιερά νάματα” από τη φωτεινή μορφή του Οσίου Παχωμίου, εκεί έκανε τα πρώτα ασκητικά του βήματα, στη Νέα Μονή εκάρη μοναχός, στον Μητροπολιτικό Ναό των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου χειροτονήθηκε διάκονος και ο Χίος Ιωάννης Χωρέμης χρηματοδότησε τις σπουδές του. Όσο ζούσε ο Άγιος δεν λησμόνησε ποτέ τη Χίο και το νησί τιμώντας πάντα με σεβασμό και αγάπη τη μνήμη του, του αφιέρωσε το Απολυτίκιο: Της Σηλυβρίας γόνος λαμπρός και της Χίου καύχημα και ο στύλος στερρός την πατρώαν γην επελέξας των πρώτων πνευματικών σου καρπών δωρήσαι τα νάματα· και των ασκητικών σου αγώνων τη Θεία καθοδηγήσει του Πατρός Παχωμίου γενέσθαι το εκκίνημα· δι᾽ ό, Πάτερ Ιεράρχα Νεκτάριε, πάσα η Χίος Σε γεραίρει.
Πηγές: Μπάρμπα-Google, Οι Άγιοι της Χίου, Πόπη Χαλκιά-Στεφάνου, Αθήνα 2008