Συνήθως, όταν αναζητώ το θέμα ενός άρθρου, προσπαθώ να βρω κάτι επίκαιρο ή οξύμωρο που να προξενεί την περιέργεια. Εν συνεχεία, διαβάζω και μελετάω όσα περισσότερα μπορώ γύρω από αυτό. Αυτή τη φορά ο θάνατος της Μάχσα Αμινί στο Ιράν, που πυροδότησε τη δυναμική εξέγερση των γυναικών εκεί, μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ακολούθησε ένα άρθρο που διάβασα σχετικά με την προνομιακή θέση των γυναικών στην αρχαία Σπάρτη σε σύγκριση με αυτή στην Αθήνα και έτσι ξύπνησε το ενδιαφέρον μου για τη θέση της γυναίκας στον ελληνική αρχαιότητα. Όσο παράδοξη, για τα δεδομένα της εποχής, υπήρξε η θέση της γυναίκας στη σπαρτιατική κοινωνία, άλλο τόσο παράδοξη είναι η θέση της γυναίκας στη δημοκρατική Αθήνα. Στην ελληνική αρχαιότητα η έμφαση δόθηκε πρωταρχικά στην πολιτική, πολεμική και πολιτισμική ιστορία της πόλης-κράτους. Η παρουσία των γυναικών σε αυτή τη «λέσχη ανδρών» καλύπτεται από ένα πέπλο σιωπής και γίνεται αισθητή μόνο όταν αυτό περιστασιακά ανασύρεται. Οι γυναίκες, εγκλωβισμένες στη βιολογική τους ταυτότητα, με έμφαση στην «αναπαραγωγήπολιτών», παρέμεναν ουσιαστικά αποκλεισμένες από όσους τομείς συνθέτουν την ιστορία ενός λαού, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους ιστοριογράφους, παρά μόνο ως ανεκδοτολογικές ή ως μεμονωμένες διακεκριμένες περιπτώσεις. Ως εκ τούτου στις γραπτές πηγές, το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στο γεγονός ότι γράφτηκαν, χωρίς εξαίρεση, από άνδρες. Η απόδοση της ιστορίας του ξεχασμένου μισού της ανθρωπότητας είναι επίτευγμα των φεμινιστικών διεργασιών των τελευταίων δεκαετιών στο επίπεδο τόσο της θεωρίας όσο και της πράξης. Υπήρξε καρπός επίμοχθης προσπάθειας πολλών ερευνητριών, οι οποίες κατόρθωσαν να ανασύρουν τις γυναίκες από το περιθώριο αιώνων λησμονιάς και να τις φέρουν στο προσκήνιο της ιστορίας, να τους προσδώσουν μια συλλογική ταυτότητα, να μελετήσουν τη θέση τους υπό το φως μιας νέας οπτικής και να στρέψουν την προσοχή της «επίσημης» ιστοριογραφίας σε μία νέα προβληματική, που αφορά στις σχέσεις των δύο φύλων, τις διαφορές και τους ρόλους τους σε κάθε ιστορική περίοδο. Παραδειγματικά, αξίζει να αναφερθεί ότι τα έργα του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα, του Αριστοτέλη, αλλά και τα παλαιότερα του Ησίοδου και του Σημωνίδη, είναι μεν τα πρώτα που πραγματεύονται τον διαχωρισμό των ρόλων κατά φύλα, αλλά δεν παρέχουν ακριβή και αδιάσειστη περιγραφή της επικρατούσας πραγματικότητας.
Αρχαία Σπάρτη- Η προνομιακή μεταχείριση των γυναικών
Ο τρόπος ζωής στην αρχαία Σπάρτη, ως αποτέλεσμα ενός ιδιόμορφου πολιτικού συστήματος, είχε προκαλέσει πολλές συζητήσεις ήδη από την αρχαιότητα, καθώς επρόκειτο για ένα φαινόμενομοναδικό στον αρχαίο κόσμο. Αν και η ιστορία αποφεύγει τις γενικεύσεις, η θέση των γυναικών στην αρχαία Σπάρτη ήταν πολύ καλύτερη συγκριτικά με την υπόλοιπη Ελλάδα. Ήδη από τα παιδικά τους χρόνια τα κορίτσια, όπως και τα αγόρια, τύγχαναν παρόμοιαςαγωγής και εκπαίδευσης εν αντιθέσει με άλλες πόλεις, όπου κάτι τέτοιο ήταν τελείως αδιανόητο και οι περισσότερες γυναίκες ήταν τελείως αγράμματες. Τα παιδιά ζούσαν όλα μαζί σε αγέλες, με σκοπό τα κορίτσια να σκληραγωγηθούν, όπως τα συνομήλικά τους αγόρια. Υπόκειντο σε παρόμοιες αθλητικές δοκιμασίες και διαφόρων ειδών κακουχίες, μάθαιναν να θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη μιας ανώτερης φυλής, αήττητης στον πόλεμο και έπαιρναν μέρος σε θρησκευτικές εορτές. Η ζωή των κοριτσιών στα κοινόβια είχε έναν και μοναδικό σκοπό, να έχουν καλήυγεία, ώστε να γεννήσουν μετά τον γάμο τους υγιή και δυνατάπαιδιά, που θα εξελίσσονταν σε ετοιμοπόλεμουςενήλικες. Στα γυμναστήρια ντύνονταν ελαφρά· ο Θουκιδίδης παρατηρεί ότι η γυμνότητα δεν θεωρούνταν άσεμνη από τους Δωριείς και ο Ευρυπίδης ονομάζει τις Σπαρτιάτισσες «φαινομηρίδες», επειδή φορώντας κοντούς χιτώνες, κάτι σαν super mini δηλαδή, άφηναν τους μηρούς ακάλυπτους.
Όπως αναφέρουν οι πηγές, η διαδικασία του γάμου στην αρχαία Σπάρτη ήταν πραγματικά ασυνήθιστη. Καθώς υπέρτατο καθήκον όλων των πολιτών ήταν να εξασφαλίσουν μελλοντικές γενεές στο κράτος, ο γάμος με μια Σπαρτιάτισσα (ο νόμος απαγόρευε στους Σπαρτιάτες να κάνουν παιδιά με ξένες γυναίκες) αποτελούσε υποχρέωση του πολίτη, ήταν δηλαδή δημόσιοςθεσμός και όχι ιδιωτική σχέση. Οι νεαρές κοπέλες παντρεύονταν συνήθως στην ηλικία της “ακμής”, δηλαδή γύρω στα είκοσιχρόνια τους, γεγονός που σήμαινε ότι είχε ολοκληρώσει βιολογικά την ανάπτυξή της, σε αντίθεση με τη γυναίκα των Αθηνών που παντρευόταν στην εφηβεία. Όταν έφτανε σε αυτή την ηλικία, ο γαμπρός έπρεπε να απαγάγει τη νύφη. Ο Πλούταρχος στον Βίο του Λυκούργου αναφέρει ότι στη Σπάρτη εγάμουνδι᾽ αρπαγής (ο γαμπρός δηλαδή έκλεβε τη νύφη). Πολύ νωρίτερα, στα χρόνια του Ηρόδοτου, γίνονταν πιθανότατα συμφωνίες γάμου μέσω του πατέρα, ενώ κατά τον Αριστοτέλη, ο πατέρας που είχε μόνο μία κόρη μπορούσε να τη μνηστεύσει με σύζυγο της επιλογής του. Επίσης ο Πλούταρχος στα Λακωνικά Αποφθέγματα υποστηρίζει πως ο Λυκούργος είχε προβεί στην κατάργησητηςπροίκας. Στο εθιμοτυπικό του γάμου στη Σπάρτη ανήκαν κάποιες χαρακτηριστικές πράξεις που θυμίζουν πανάρχαιες συνήθειες της μύησης. Ανήμερα της τελετής, παρέδιδαν τη νύφη στη νυμφεύτρια, που της έκοβε τα μαλλιά σύριζα, όπως στους νεοσύλλεκτους, την έντυνε με ανδρικά ρούχα και παπούτσια, και στη συνέχεια της έφτιαχνε ένα στρώμα από άχυρα, αφήνοντάς την να περιμένει ολομόναχη στο σκοτάδι τον άνδρα της. Τόσο το κούρεμα όσο και τα ανδρικά ρούχα, η συμβολική αλλαγή δηλαδή του φύλου της νύφης, οροθετούσαν το πέρασμά της στην καινούργια κατάσταση της ζωής της, αυτή της έγγαμης γυναίκας. Στη συνέχεια, ο γαμπρός, αφού πλάγιαζε μαζί της, επέστρεφε στο κοινόβιο για να κοιμηθεί με τους συντρόφους του και για αρκετό διάστημα το ζευγάρι συναντιόταν κρυφά τη νύχτα χωρίς να ζει κάτω από την ίδια στέγη. Δεν μας είναι γνωστό πώς ζούσε η νιόπαντρη κοπέλα τον πρώτο καιρό μετά τον γάμο της. Είναι πολύ πιθανό ότι, έως ότου βεβαιωθεί για την εγκυμοσύνη της, κατοικούσε στο σπίτι του πατέρα της και μετακόμιζε στο σπίτι του άνδρα της μετά τη γέννηση του παιδιού της, του οποίου τη φροντίδα ανέθετε σε τροφό. Είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με «γάμουπόδοκιμή», που σκοπό είχε να προστατεύσει την υπόληψη των συζύγων, σε περίπτωση που από τη σχέση δεν γεννιούνταν παιδιά. Τα παιδιά ήταν «ιδιοκτησία» του κράτους και όχι του πατέρα τους, γι᾽ αυτό για την πολιτεία ήταν αδιάφορο αν τα παιδιά που έρχονταν στον κόσμο ήταν νόμιμα ή όχι, αρκεί ο πατέρας τους να ήταν πολίτης της Σπάρτης. Η μονογαμία δεν αποτελούσε κύριο μέλημα, ειδικά αν ήταν αντίθετη με τα συμφέροντα της πολιτείας. Ηλικιωμένοι άνδρες παντρεμένοι με νέες γυναίκες, όταν οι ίδιοιδεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν, “δάνειζαν” τις συζύγους τους σε νεότερους άνδρες για να αποκτήσουν παιδιά μαζί τους, τα οποία στη συνέχεια αναγνώριζαν επίσημα σαν δικά τους. Αντίθετα, αν μία γυναίκα ήταν στείρα, ο σύζυγός της έπαιρνε την άδεια από έναν άνδρα με αρσενικά παιδιά να κάνει παιδιά με τη “γόνιμη” γυναίκα του. Υπ᾽ αυτές τις συνθήκες, η μοιχεία ήταν μία έννοια πολύ σχετική και περιοριζόταν μόνο στον μυστικό ερωτικό δεσμό. Από τον ιστορικό Πολύβιο μαθαίνουμε ότι στην αρχαία Σπάρτη συνηθιζόταν και η “πολυανδρία”. Μία γυναίκα μπορούσε να έχει τρεις και τέσσερις άνδρες, ακόμη και περισσότερους αν αυτοί οι άνδρες ήταν αδέλφια και σε αυτή την περίπτωση τα παιδιά που γεννιούνταν ανήκαν στην ίδια οικογένεια. Επίσης κανείς δεν θεωρούσε ανήθικη πράξη το να δανείσει τη γυναίκα του σε φίλους, εφόσον όμως ο ίδιος είχε ήδη αποκτήσει πολλά παιδιά. Είναι φανερό ότι αποκλειστικό κριτήριο των ηθικών αξιών στη Σπάρτη ήταν το συμφέρον και οι ανάγκες της πολιτείας. Η γυναίκα, λοιπόν, στην αρχαία Σπάρτη δεν είχε παθητικό ρόλο και δεν θεωρούνταν υποδεέστερη. Κανένας μισογυνισμός και καμία περιθωριοποίηση δεν πρόσβαλε την ανθρώπινη φύση της. Οι Σπαρτιάτισσες
ήταν απαλλαγμένες από τις συνηθισμένες οικιακές ασχολίες των γυναικών της υπόλοιπης Ελλάδας,
φρόντιζαν για τις υποθέσεις των ανδρών τους όταν αυτοί έλειπαν στον πόλεμο,
η θέση τους ήταν απόλυτα κατοχυρωμένη σε θέματα περιουσίας και
είχαν το δικαίωμα ιδιοκτησίας γης που τους εξασφάλιζε κάποια οικονομική ανεξαρτησία.
Ο δυναμισμός των γυναικών της Σπάρτης ήταν έκδηλος σε όλα τα επίπεδα και την αυτοπεποίθησή τους ενίσχυε η συνείδηση ότι ο κοινωνικός τους ρόλος ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη λειτουργία της πολιτείας. Η στάση τους απέναντι στην απόφαση της γερουσίας να μεταφερθεί ο άμαχος πληθυσμός στην Κρήτη όταν ο Πύρρος πλησίαζε στη Σπάρτη, είναι ενδεικτική τουθάρρους τους. Αντί να αποδεχθούν αυτή τη λύση, αντιστάθηκαν γενναία, συμμετέχοντας στην άμυνα της πόλης, αποφασισμένες να πεθάνουν γι᾽ αυτή.
Η Αθηναία γυναίκα δεν ζούσε όπως νομίζουμε...
Μοιάζει οξύμωρο ότι παρόλα τα πολιτικά, ιστορικά και πολιτιστικά επιτεύγματα που συντελέστηκαν στην Αθήνα τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα, η θέση των γυναικών επιδεινώθηκε δραματικά τους δύο αυτούς αιώνες. Οι γυναίκες δεν ήταν ποτέ τόσο καταπιεσμένες όσο στη διάρκεια της κλασικής εποχής. Τα αγαθά της δημοκρατίας τα απολάμβαναν στην πραγματικότητα μόνο οι ελεύθεροι άνδρες, και μάλιστα αυτοί που ήταν ιδιοκτήτες κλήρου γης και εγγεγραμμένα μέλη μιας φατρίας. Η φατρία όμως, συνιστούσε μια αποκλειστικά ανδρική κοινότητα, την οποία συνέδεαν συγγενικοί δεσμοί. Ο αποκλεισμός των γυναικών από τη φατρία σήμαινε ταυτόχρονα και υποχρεωτικά, και τον αποκλεισμό τους από κάθε είδος πολιτικής δράσης, αφού δεν αντιπροσωπεύονταν σε κανένα όργανο της πολιτείας. Όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι η θέση των γυναικών ήταν ασύγκριτα κατώτερη από εκείνη των Αθηναίων πολιτών. Στις ελεύθερες γυναίκες της μέσης και της ανώτερης τάξης ήταν επιβεβλημένος ο κατ΄ οίκον περιορισμός, καθώς η γυναίκα ήταν το πιο αδύναμο μέλος της οικογένειας και είχε ανάγκη από την ανδρικήπροστασία. Αυτό το κοινωνικό πρόσταγμα αφορούσε θεωρητικά σε όλες τις γυναίκες, όμως στην πράξη οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων δεν είχαν την πολυτέλεια να μένουν στο σπίτι, αφού δεν είχαν δούλες. Άλλες έβγαιναν στην αγορά για να πουλήσουν διάφορα αγαθά και άλλες, οι γυναίκες των αγροτών, ασχολούνταν και με αγροτικές εργασίες. Λιγοστές ήταν οι δημόσιες εμφανίσεις γυναικών, κυρίως σε κηδείες συγγενών. Μοναδική ευκαιρία συμμετοχής των γυναικών στον καθαυτό δημόσιο βίο ήταν οι θρησκευτικέςεορτές της πόλης, τα Παναθήναια, τα ΕλευσίνιαΜυστήρια και τα Θεσμοφόρια, που αποτελούσαν το αποκορύφωμα της “κοσμικής” ζωής της Αθήνας.
Επίσης ο άνδρας καθόριζε τη μορφή εκπαίδευσής τους και πολύ σπάνια τα κορίτσια διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση. Έτσι ο ρόλος των γυναικών περιορίστηκε στην υπακοή στους άνδρες, την τεκνοποίηση και στην οργάνωση του οίκου. Τα κορίτσια παντρεύονταν σε πολύ μικρή ηλικία, συνήθως πριν τα δεκάξι, ενώ οι άνδρες αφού έκλειναν τα τριάντα. Αυτή η διαφορά ηλικίας μεγάλωνε την απόσταση μεταξύ των συζύγων, καθώς οι άνδρες αντιμετώπιζαν τις νεαρές και άπειρες γυναίκες τους περισσότερο σαν θυγατέρες παρά σαν υπεύθυνες συζύγους. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η ιδέα ότι η ικανότητα των γυναικών για μάθηση είναι μικρότερη απ᾽ ό,τι των ανδρών ανήκει στον Πλάτωνα, ενώ ο Αριστοτέλης δεν παραλείπει να τη στηρίξει με τη θεωρία ότι«οι άνδρες είναι από τη φύση προορισμένοι να κυβερνούν γυναίκες και παιδιά» γιατί «το αρσενικό έχει εκ φύσεως περισσότερες ικανότητες κυριαρχίας από το θηλυκό» και συνεχίζει με το καθοριστικό κριτήριο: «η γυναίκα κατέχει μεν την ανδρική ικανότητα της οργάνωσης, αλλά της λείπει η δύναμη της απόφασης». Έτσι θεμελιώθηκε και “επιστημονικά” η αναγκαιότητα της ισόβιαςχειραγώγησης και της κηδεμονίας των γυναικών που ενισχύονταν από τη μεγάλη διαφορά ηλικίας και την ανύπαρκτη ουσιαστικά μόρφωση τους. Κατά κανόνα, η κόρη που ήταν σε ηλικία γάμου δεν είχε δικαίωμα να εκφέρει γνώμη στην εκλογή του άνδρα που θα παντρευόταν. Ο πατέρας τής έβρισκε τον κατάλληλο σύζυγο και μάλιστα η παραμέληση αυτού του καθήκοντος δεν έπληττε μόνο το κύρος του, αλλά συνιστούσε και παράπτωμα. Η προίκα ήταν συνυφασμένη με τη σύναψη του γάμου, παρότι η γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να τη διαθέτει κατά βούληση. Αν λάβουμε υπόψη ότι το ετήσιο εισόδημα ενός αρχιτέκτονα ή γλύπτη που εργαζόταν στην κατασκευή των μνημείων της Ακρόπολης ήταν 350 δραχμές, το ποσό των 1.000-6.000 δραχμών που δινόταν ως προίκα στα κορίτσια των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο. Αντίθετα ήταν και ζήτημα γοήτρου για τον πατέρα. Το εορταστικό μέρος του γάμου διαρκούσε τρεις ημέρες και η μεταφορά της νύφης στον οίκο του συζύγου της, με δάδες, μουσική και τραγούδια, ισοδυναμούσε με δημόσια γνωστοποίηση του γάμου. Περνώντας το κατώφλι του συζυγικού σπιτιού, η νέα κοπέλα είχε περάσει πλέον από την εξουσία του πατέρα στην εξουσία του άνδρα της. Βέβαια, τη μονιμότητα της εγκατάστασης στο σπίτι του συζύγου εξασφάλιζε οριστικά η απόκτηση νόμιμων τέκνων.
Ο θεσμός της επικλήρου
Οι γυναίκες στην κλασική Αθήνα είχαν σημαντικό ρόλο στη συνέχιση των οίκων που συγκροτούσαν την πόλη-κράτος. Προκειμένου να μη διαλύονται οι οίκοι που δεν διέθεταν άρρενα τέκνα, η επίκληρος κόρη, αυτή δηλαδή που κληρονομούσε όλη την περιουσία (κλήρο) του πατέρα της, έπρεπε να παντρευτεί τον πλησιέστερο συγγενή του.
Όλα για τους άνδρες...
Πολύ σπάνια μια γυναίκα μπορούσε να ζητήσει διαζύγιο. Αντίθετα ο σύζυγός της είχε το δικαίωμα να τη διώξει όποτε ήθελε. Σε περίπτωση μοιχείας εκ μέρους της συζύγου ο γάμος διαλυόταν και μάλιστα ο απατημένος σύζυγος είχε δικαίωμα να σκοτώσει τον εραστή της χωρίς να αντιμετωπίσει συνέπειες. Η γυναίκα ζούσε κλεισμένη στο σπίτι και έπρεπε να ήταν σε θέση να φέρει απογόνους και κυρίως αρσενικούς για να μπορέσουν να αναλάβουν την υπεράσπιση του οίκου στο μέλλον. Επιπλέον θα έπρεπε να είναι μονογαμική μέχρι το τέλος της ζωής της και προσόν της θεωρούνταν να μην είχε συνευρεθεί με άλλον άντρα πριν από το γάμο της. Παρ’ όλα αυτά δεν ίσχυε το ίδιο και από την πλευρά του άντρα. Εκείνος είχε δικαίωμα να συντηρεί εκτός από τη νόμιμη σύζυγό του και μια παλλακίδα, αν το επιθυμούσε. Επίσης αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής πολλών ανδρών αποτελούσαν οι εταίρες, που κατά κανόνα δεν ήταν Αθηναίες και ζούσαν εντελώς διαφορετικά από τις γυναίκες της πόλης. Οι εταίρες ήταν μορφωμένες, πολύ όμορφες και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους έναντι αδράςαμοιβής στους πλούσιους Αθηναίους. Τους συνόδευαν στα συμπόσια (κάτι σαν τις σημερινές γυναίκες συνοδούς), και συμμετείχαν επί ίσοις όροις στις φιλοσοφικές και πολιτικές τους συζητήσεις. Τελείως διαφορετική ήταν η ζωή των κοινώνγυναικών που πρόσφεραν υπηρεσίες στους οίκους ανοχής της εποχής. Εκεί “εργάζονταν” δούλες, ξένες ή αιχμάλωτες πολέμου. Εύγλωττα περιγράφει την κατάσταση το γνωστό χωρίο από τον δικανικό Κατά Νεαίρας: «Έχουμε παλλακίδες για τη σεξουαλική μας ικανοποίηση, εταίρες για την πνευματική και συζύγους για να μας κάνουν νόμιμους απογόνους». Ο αρσενικός πολίτης δεν στερούνταν τίποτε, αντίθετα το κράτος επεφύλασσε μεγαλύτερη αυστηρότητα σε ό,τι είχε σχέση, άμεσα ή έμμεσα, με τις γυναίκες. Στο σήμερα Προσπάθησα ακροθιγώς, στην περιορισμένη έκταση ενός άρθρου, να προσεγγίσω τη θέση της γυναίκας στην αρχαιότητα. Είναι λυπηρό ότι πολλούς αιώνες μετά, τα ίσα δικαιώματα και κυρίως οι ίσες ευκαιρίες για τις γυναίκες, ειδικά στον χώρο της εργασίας είναι ζητούμενο. Πρόσφατα διάβασα ότι το 50% των θέσεων ευθύνης στην Ευρώπη τις κατέχουν γυναίκες και χάρηκα ιδιαίτερα. Θεωρώ αυτονόητο ότι οι γυναίκες έχουν τις ίδιες ικανότητες με τους άνδρες και παρόλο που το δώρο της μητρότητας “φρενάρει” την καριέρα τους, εντούτοις έχουν τη δύναμη να κερδίζουν το χαμένο έδαφος και να αντιπαρέρχονται κοινωνικά στερεότυπα και προκλήσεις.Στον 21ο αιώνα, έστω και αργά, είναι η τελευταία ευκαιρία να διορθωθεί μια ιστορική αδικία και να δοθεί στη γυναίκα η θέση που της αξίζει.
Πηγές: Βάλια Ξενίδου-Schild Οι γυναίκες στην ελληνική αρχαιότητα-Καταδίκη μνήμης, εκδ. Ερμής, 2001, 5+1 Το περιοδικό του Οικουμενικού Ελληνισμού, τεύχος 97/2022, Μπαρμπα-Google