Σε προηγούµενο άρθρο έγραψα ότι σε ένα σεµινάριο, για τους managerτου µέλλοντος, µας είπαν ότι για να πετύχουµε πρέπει να έχουµε διαβάσει τουλάχιστον τα µισά από τα επτά κλασσικά φιλοσοφικά έργα, και ένα από αυτά ήταν και του Νίτσε.
Η πρώτη φορά που διάβασα (αποσπασµατικά) Νίτσε ήταν το 1960 στην Γερµανία, σαν νέοι που είµαστε τότε θέλαµε να πουλήσουµε λίγο «µούρη» στους Γερµανούς συµφοιτητές µας (και στις συµφοιτήτριες φυσικά), µιας και εκείνοι, οι περισσότεροι, γνώριζαν αρχαία ελληνικά καθώς οι πολλοί ανήκαν κοινωνικά στις υψηλότερες τάξεις.
Τότε ως επι το πλείστον σπούδαζε κυρίως µία Ελίτα στην Ευρώπη, οι Αµερικανοί εισήγαγαν την µαζική τριτοβάθµια εκπαίδευση π.χ, στην Γερµανία σε όλα τα πανεπιστήµια σπούδαζαν 6.000 φοιτητές, ενώ µόνο στην πολιτεία του Oχάιο σπούδαζαν τόσοι. Τώρα 55 χρόνια µετά κοντεύω να κάνω «διδακτορικό» µιας και από τις αρχές του καλοκαιριού, διαβάζω κυρίως αποσπά σµατα από τα έργα του Νίτσε.
Άρχισα πρώτα να διαβάζω το ευαγγέλιο µου «Φιλοσοφία για όλους» του Σωκράτη Γκίκα, µετά της Εύη Μαυροµάτη «Γιατί είµαι τόσο σοφός», «Ανθολογία της φιλοσοφίας» του Obaldo Nicola, φυσικά το «Ταδε έφη Ζαρατούστρα» (ο Ζορµπάς του Νίτσε) της Γεωργίας Αλεξίου, συζητώντας δε µε ένα κουλτουριάρη φίλο µου, µου είπε ότι είχε µια παλιά διατριβή που έχει κάνει ο Καζαντζάκης σαν φοιτητής για τον Νίτσε. Ήµουν τυχερός γιατί αυτό ήταν από τα καλύτερα που διάβασα και ήταν µόλις 20 χρονών παιδί µόλις πάτησε το πόδι του στην Ευρώπη από την Κρήτη.
Μερικά δε, είναι τόσο ωραία γραµµένα και διατυπωµένα τα οποία προς τιµήν του µεγάλου µας Κρητικού του 20ου αιώνα, σας τα µεταφέρω ατόφια. Άλλωστε «οµολογώ» πάλι δάνειος είµαι. Επίσης αρωγός µου είναι και πάλι ο Μπάρµπα Google και ο Μπαµπινιώτης.
Σίγουρα δεν συµµερίζοµαι τις απόψεις του για τον χριστιανισµό, ούτε τις αµοραλιστικές του τάσεις και θέσεις ούτε για τις αντιφεµινιστικές του ιδέες, όµως αξίζει σαν ακόνισµα του µυαλού να διαβασθεί.
Πολλοί από εσάς θα έχουν το εύλογο ερώτηµα το οποίο µε απασχόλησε και εµένα, γιατί να γράψω για τον Νίτσε για µια τόσο αµφιλεγόµενη προσωπικότητα και αντιχριστιανική. Πάντα ήθελα να γνωρίζω κάτι παραπάνω για αυτόν διότι συν τοις άλλοις έχει ασχοληθεί πολύ µε τους αρχαίους Έλληνες και έχει πει πολλά για αυτούς.
Προσπάθησα να δώσω ορισµένες περιγραφές για τον Υπεράνθρωπο, ίσως έτσι µπορούσαµε να καταλάβουµε καλύτερα το Νιτσεϊκό πνεύµα.
Πρέπει όµως να του αποδώσουµε φόρο τιµής στην αρχηγική τόλµη και τις ηρωικές προσπάθειές του να ανυψώσει την διάνοια µας και την ζωή σε υψηλότερες και αγνότερες κορυφές.
Όταν ο Καζαντζάκης Γνώρισε τον Νίτσε… Μια µέρα, εκεί που διάβαζα σκυµµένος στην βιβλιοθήκη της Αγίας Γενεβιέβης, µια κοπέλα µε ζύγωσε και έγειρε από πάνω µου, κρατούσε ένα βιβλίο και είχε βάλει το χέρι της κάτω από την φωτογραφία ενός ανδρός που είχε το βιβλίο, για να κρύψει το όνοµα του και µε κοίταξε µε κατάνυξη (όχι εµένα τον Καζαντζάκη). ― Ποιος είναι αυτός; µε ρώτησε δείχνοντάς µου την εικόνα. Σήκωσα τους ώµους ― Πού θέλετε να ξέρω, είπα… ― Μα είστε εσείς, έκαµε η κοπέλα, εσείς απαράλλακτος. ― Ποιος είναι είπα προσπαθώντας να αναµερίσω το χέρι της κοπέλας για να δω το όνοµα. ― ∆εν τον γνωρίζετε, πρώτη φορά τον βλέπετε είναι ο Νίτσε. Είχα ακούσει το όνοµα του µα δεν διάβασα τίποτα. ― Να διαβάσετε, µου λέει η κοπέλα, την Γένεση της τραγωδίας, τον Ζαρατούστρα, για τον Αιώνιο Γυρισµό, για τον Υπεράνθρωπο. Να είνε λιονταρίσια τροφή για το µυαλό σας, κι αν το µυαλό σας πεινάει…
Αν πεινούσε λέει το µυαλό µου!! Μα όσο περισσότερο έτρωγε η ψυχή µου τόσο περισσότερο πεινούσε, από τότε ο Καζαντζάκης που πήρε το έναυσµα από την φοιτήτρια της βιβλιοθήκης, έκανε διατριβή για τον Νίτσε και ασχολήθηκε αρκετά µαζί του, σε πολλά δε ταυτίστηκε και µαζί του.
O Νίτσε ήταν Γερµανός φιλόσοφος (1844-1900), ήταν βαθύς γνώστης του Αρχαίου Ελληνικού πολιτισµού και πολύ επηρεασµένος από την αρχαία ελληνική τραγωδία. Σπούδασε φιλολογία στη Λειψία και έγινε καθηγητής πανεπιστηµίου της Βασιλείας στην Ελβετία στα Αρχαία Ελληνικά.
∆έκα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε για λόγους υγείας και από τότε ξεκίνησε την περιπλάνηση και το συγγραφικό του έργο.
Σπάνια φιλόσοφος προκάλεσε τόσο θαυµασµό και τόση κατάκριση όπως ο Νίτσε µε αποτέλεσµα κάθε µεγάλος φιλόσοφος και καλλιτέχνης να είναι προϊόν της εποχής του.
O Νίτσε έζησε σε µία εποχή (σαν την δική µας) αµφισβήτησης των παλαιών αξιών, όχι µόνο από τον Νίτσε αλλά και από πολλούς άλλους φιλοσόφους µε αποτέλεσµα την πρωτοφανή πνευµατική αναρχία της εποχής.
Oι ιδέες του παρελθόντος παραµένουν ακόµη και τα συστήµατα, οι νόµοι και τα ήθη είναι ακριβώς οι βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται, ακολούθησαν και ανετράπησαν από την ανάλυση και κριτική της εποχής.
Είναι µία εποχή (ο 19ος αιώνας) εκπαιδεύσεως και αλλαγών, γίνονται διαλέξεις, βιβλία, οι εργάτες, οι φτωχοί, οι αδικηµένοι ή παραγκωνισµένοι συντάσσονται και συσπειρώνονται σε συνδικάτα, εις εταιρίες, εις πολιτικά κόµµατα και στρατόπεδα οικονοµικά.
Στην Γερµανία υπήρχαν αρκετοί φιλόσοφοι ανατρεπτικοί αµφισβητίες του κατεστηµένου (Stra-us, Karl Marx, Lassalle κ.α.) µεταξύ των οποίων ήταν και ο Νίτσε.
O Νίτσε διαφέρει από τους απλούς αναρχικούς των οποίων σκοπός είναι η ανατροπή και χάρη της ανατροπής και των σκεπτικιστών, οι οποίοι διστάζουν για τα πάντα, ο Νίτσε είναι µια υπέροχη τραγική µορφή η οποία έκλεισε µέσα της όλη την αγωνία και αντινοµία της τρικυµιώδους εποχής του και όλη την Ταντάλια δίψα της αλήθειας, της αείποτε διάψευσης, της ελπίδας µας, όλην την αγανάκτησην και της αναρχικότητας του αιώνα αφενός όλην δ’ αφ’ ετέρου της ασυστηµατοποίητης ορµής προς νέα ευγενέστερα ιδανικά. Κριτικός αφ’ ενός οξυνάστατος, µη διστάζων ν’ αναλύσει και να γυµνώσει και τα πλεόν ιερά των τότε θεωρούµενων πεποιθήσεων και ιδεών, καταστρών µε µια ορµή σκυθρωπή, στεγνή και αδυσώπητο, ώστε να προξενεί αγανάκτησιν και στους πλέον ένθερµους φίλους του.
∆ύο είναι οι εξέχουσες ιδιότητες του Νίτσε: • Η ειλικρίνεια ή ο αδιάλλακτος χαρακτήρας και ο υπέρµετρος /αµέτρητος εγωισµός. • Η ειλικρίνεια του έγινε αιτία να αναζητήσει µε αγωνία την Αλήθεια, να εξετάζει µια ιδέα, να εµβαθύνει, να προχωρεί και να εξάγει συµπεράσµατα αλλά και πάλι να µην είναι ευχαριστηµένος, φοβούµενος µήπως η αλήθεια δεν είναι αυτή, µήπως πρέπει να αφαιρέσει και άλλο προσωπείο, δύσπιστος και ακόρεστος πάντοτε
O εγωισµός του δεν µπορεί να ανεχθεί οιονδήποτε ζυγόν, προσπαθεί πάντοτε να εύρη κάτι πρωτότυπο µε τέτοιο πάθος έτσι που παραπέφτει πολλές φορές σε παραδοξολογίες και κυνικότητες, απλώς και µόνο για να φανεί πρωτότυπος και ανώτερος των άλλων κατά της τόλµης των διατυπώσεων άλλων ιδίων του.
Η Ελλάδα ήταν για τον Νίτσε το «ιδανικό» το οποίο αναζητούσε, η ευρεία αντίληψη η οποία ενέκλειε τον πεσιµισµό και συγχρόνως την ορµητική αγάπη της ζωής η οποία µόνη της µπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο προς τον αληθή προορισµό του. Η ψυχή, η οποία κατά τον Νίτσε διέπει απ άκρον σε άκρον την Ελληνική Τραγωδία, εγένετο η απαρχή και το τέλος άµα της φιλοσοφίας αυτού, από την τραγωδία εξήγαµεν το ιδεώδες της ζωής και του ανθρώπου.
Κατά τον Νίτσε η αρχαία τραγωδία δια του ελέους και φόβου οδηγεί τον άνθρωπο εις την διονυσιακή έκστασην.
O Υπεράνθρωπος Είναι η έννοια της γης
Σκοτώνουµε τον Θεό σηµαίνει ότι απελευθερωθήκαµε από τις αλυσίδες του υπερβατικού κόσµου ότι είµαστε σε θέση να ζήσουµε χωρίς απατηλές ελπίδες (την αθανασία της ψυχής, τον Παράδεισο) και δεχόµεθα µε χαρά την ζωή στο σύνολό της, συµπεριλαµβανοµένων και του θανάτου. Αυτό σηµαίνει ότι παραµένουµε ενωµένοι µε την γη.
O νέος άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος όχι µόνο δεν θέλει να κατανοήσει το νόηµα του κόσµου, αλλά καταφέρνει να επιβάλλει στον κόσµο τα δικά του νοήµατα όπως ο Πρωταγόρας έτσι και ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος (Υπεράνθρωπος) είναι µέτρο όλων των πραγµάτων, επειδή από αυτά, από την βούληση του για εξουσία, κάθε πράγµα λαµβάνει το νόηµά του.
O Υπεράνθρωπος βρίσκεται πέρα από τον ορθολογισµό, περιφρονεί κάθε ηθική αξία, ζει κατά τον ∆ιονυσιακό τρόπο, αναγνωρίζει την έµφυτη απάτη όλων των φιλοσοφιών, αντιλαµβάνεται την ροή του χρόνου ως αιώνια επιστροφή.
O πραγµατικός άνθρωπος είναι µόνο µία περιστατική φάση, είναι ένας τεντωµένος σπάγκος πάνω από ένα γκρεµό, ανάµεσα στον αγροίκο άνθρωπο από τον οποίο έρχεται στον Υπεράνθρωπο στον οποίο στοχεύει.
Αγαπώ τους περιφρονητές, επειδή είναι οι µεγάλοι θιασώτες, οδεύουν από νοσταλγία στην άλλη όχθη.
Αγαπώ εκείνους που δεν ψάχνουν µόνο πίσω από τα αστέρια ένα λόγο για να θυσιαστούν και να καταποντιστούν αλλά θυσιάζονται για την γη, έτσι ώστε να γίνει µια µέρα ιδιοκτησία του Υπεράνθρωπου.
Απόλλων - ∆ιόνυσος (Απόλλων ο Θεός του φωτός, της µουσικής, της ποίησης και της µαντικής) - (∆ιόνυσος ο Θεός του κρασιού, του γλεντιού και της γονιµότητας)
Το όνειρο και η µέθη Στο βάθος κάθε καλλιτεχνικής δηµιουργίας υπάρχει η πολικότητα του απολλώνιου πνεύµατος Το πρώτο βασισµένο στα κριτήρια της αρµονίας και της συµβατικής τελειότητας, εκφράζεται κυρίως στις πλαστικές τέχνες. Το δεύτερο το οποίο δεν γνωρίζει όρια οδηγεί σε εκείνη την έκταση, εκείνη την απόδραση από τον εαυτό µας, την οποία µόνο η εξαίσια µουσική ή το κρασί µπορούν να προκαλέσουν (σαν το κρασί δεν είσαι εσύ ότι και αν λένε).
O Απολλώνιος καλλιτέχνης ερµηνεύει ολόκληρη την ζωή του σαν να ήταν ένα όνειρο, ο διονυσιακός καλλιτέχνης ζει χωρίς να σταµατά για να ερµηνεύσει κάτι, σαν να βρίσκεται σε κατάσταση µέθης.
O Απόλλων µετρά την σωστή απόσταση από τα αντικείµενα, αναπαριστά ελεύθερα, αλλά πάντα σύµφωνα µε τους κανόνες, προσπαθεί στην ουσία να κατανοήσει την φύση.
O ∆ιόνυσος αποδέχεται τον κόσµο όπως είναι, αρνείται κάθε απόσταση από αυτόν, ζει την ζωή στο σύνολο της συµπεριλαµβανοµένου της τύχης, του πόνου και του θανάτου, είναι ο τρελός Θεός που πίνει, χορεύει και γελά. Και οι δύο πλευρές είναι απαραίτητες για τη τέχνη, επειδή το ∆ιονυσιακό πνεύµα πρέπει να µετριέται µε το αντίθετό του. Η µοναδική στιγµή της Ιστορίας της ∆ύσης που αυτό συνέβη ήταν στην Προ-Σωκρατική εποχή της νεότητας του Ελληνικού Λαού (ο Νίτσε πίστευε ότι η εποχή µετά τον Σωκράτη ήταν παρακµιακή) κατά την διάρκεια της οποίας γεννήθηκε η τραγωδία.
Από το Λυκόφως των ειδώλων - Ρήσεις και βέλη Για να ζει κανείς µόνος πρέπει να είναι θηρίο ή Θεός λέει ο Αριστοτέλης. Απουσιάζει η τρίτη περίπτωση: πρέπει κανείς να είναι και τα δύο - φιλόσοφος (ο Νίτσε).
Βοήθησε τον εαυτό σου, τότε θα σε βοηθήσουν όλοι. Αρχή της αγάπης προς τον πλησίον.
Πόσα λίγα απαιτούνται για την ευτυχία. O ήχος µιας γυναίκας, δίχως µουσική η ζωή θα ήταν λάθος. O Γερµανός φαντάζεται ακόµα και το θεό να τραγουδάει τραγούδια.
Πως; Είναι ο άνθρωπος απλώς ένα λάθος του Θεού; Η ο Θεός απλώς ένα λάθος του ανθρώπου;
Από τη σχολή του πολέµου της ζωής. Ότι δε µε σκοτώνει µε κάνει πιο δυνατό. Κατά τον Νίτσε η ουσία του κόσµου είναι η βούληση, όχι όµως η τυφλή βούληση, αλλά η βούληση για δύναµη που υπάρχει στην φύση και στον άνθρωπο. O Νίτσε είχε µια ψυχοβιολογική αντίληψη για την δύναµη. Η δύναµη και η βούληση για δύναµη στηρίζεται σε µία καλή βιολογική κατάσταση του ατόµου, στην βιολογική ζωτικότητα.
Μερικοί άνθρωποι, δεν µπορούν να λύσουν τις δικές τους αλυσίδες, κι όµως µπορούν να λυτρώσουν τους άλλους.
Πρέπει να είσαι έτοιµος να καείς στην ίδια σου την φλόγα, αν δεν γίνεις πρώτα στάχτη…
Στα έργα του Αυγή (1881) και Γενεαλογία της Ηθικής (1887) επιτίθεται κατά της ηθικής και προσπαθεί να αποδείξει ότι η ηθική δεν προέρχεται άνωθεν, ούτε έχει σηµασία απόλυτη «Κατηγορηµατικής Προστακτικής» δεν υπάρχει κανόνας γενικός και βεβαίως δεν καθορίζει τα όρια του καλού και του κακού.
Η ηθική δεν είναι τίποτα άλλο παρά θεσµοί των αδυνάτων και των παρηκµακάτων Εις άλλα έργα του Εύθυµος Γνώση (1882), Πέρα του Καλού και του Κακού (1886) και το Λυκόφως των Ειδώλων (1889) µετά πιο µεγάλης ορµής και κυνικότητας καταριέται τα είδωλα της εποχής του και ακόµη τολµά από υπερβάλλουσα αγάπη προς την αλήθεια να αρνηθεί και αυτή την αλήθεια.
Το 1882 άρχισε καλυτέρευσης κάπως η υγεία του, ησθάνθηκε την γλυκιά µέθη της ανάρρωσης, και υφούται τότε στην σκέψη του Νίτσε η αστραποβόλος µορφή του Ζαρατούστρα, ο οποίο µετά από δέκα χρόνια στην Έρηµο κατεβαίνει να αναγγέλλει στον άνθρωπο την θρησκεία του Υπερανθρώπου.
Η εποχή του Νίτσε, ο 19ος αιώνας, ανέδειξε πολλούς άλλους φιλοσόφους, διακρίνεται για την πολυµορφία της και το δυναµικό της. ∆ιαφέρει όµως από την προηγούµενη περίοδο, γιατί δεν έχει την αισιοδοξία της. O 19ος αιώνας είναι η εποχή της ακµής του καπιταλισµού αλλά και των αξιών, των κοινωνικών προβληµατισµών και αντιθέσεων που ακολούθησαν την Ακµή αυτή. Η µεταφυσική είναι η διαφυγή του αδυνάτου, της φαντασίας των αδυνάτων, σε ένα κόσµο φανταστικό και ανύπαρκτο, όπου περιµένουν να βρούν την Ευτυχία, που δεν ήταν ικανοί να χαρούν σε αυτή την ζωή.
Η διαστροφή που κάνει η µεταφυσική είναι ότι θεωρεί τον αισθητό και µόνο πραγµατικό κόσµο σαν φαινοµενικό και σχεδόν ανύπαρκτο πνευµατικό κόσµο σαν τον µόνο αληθινό, αιώνιο, ανώτερο, τέλειο.
Ξεκινώντας από την θεωρία της δύναµης ο Νίτσε καταδικάζει επίσης την δηµοκρατία, τον σοσιαλισµό και την ιδέα της ισότητας.
Η Μεγαλύτερη νόσος κατά τον Νίτσε είναι ο Μηδενισµός, η τάσης που αρνείται όλες τις παραδεδειγµένες αξίες ή την γνωστική ικανότητα, είναι η στάση ή συµπεριφορά που χαρακτηρίζεται από άρνηση και αµφισβήτηση των πάντων.
Σπάνια µια φιλοσοφία ή θρησκεία εξεφράσθη µε τόσο ενθουσιασµό και σεβασµό δια του γάµου (παράδοξο ενώ όλα σχεδόν τα πολέµησε), ο Νίτσε ο αµείλικτος, αναρχικός και ατοµιστής, ενταύθα ουδεµία επιτρέπει παράβαση του ιερού νόµου, και δριµύτερου εξανίσταται κατά των επιπόλαιων ιδεών, οι οποίες στηριζόµενες επί της τέλειας ισότητας των δύο φύλλων επιχειρούν να κλονίσουν την ισότητα του υµεναίου (τραγούδι γάµου) και να µεταµορφώσει τούτο εις απλήν ικανοποίηση χυδαίας ανάγκης ή κερδοσκοπική σύναψη εµπορικού συµβολαίου.
O Νίτσε χρησιµοποίησε δυαδικό χαρακτήρα στα έργα του.
Αφ’ ενός η σάτιρα, η ειρωνεία, ο µεφιστοφελικός γέλως, ο κυνισµός, η αγανάκτησις, διότι τοιούτος τόνος µου ταιριάζει σε έργα ανατροπής και αφ’ετέρου ο λυρισµός, η προφητική έκτασις, «η µεγάλη αγάπη» ο διονυσιακός ενθουσιασµός και η χαρά των δηµιουργών.