Αποφάσισα να γράψω για τον Μακρυγιάννη διαβάζοντας ένα κείμενο του Σεφέρη αφιερωμένο σ’ αυτόν. Με εντυπωσίασαν τα όσα ανέφερε ο νομπελίστας ποιητής, γιατί μέχρι τώρα γνώριζα τον Μακρυγιάννη ως αγωνιστή του 1821, στρατιωτικό, δραστήριοπολιτικάπρόσωπο, αλλά όχι ως συγγραφέα Απομνημονευμάτων. Γράφει σχετικά ο Σεφέρης: «Το γράψιμό του είναι μια χειροποίητηοικοδομή. Σε κάθε της λεπτομέρεια, στην ένταση, στην ευκολία, στο παραστράτημα, βλέπει κανείς το πέρασμα ενός ολοζώντανουανθρώπου. “Ο καλύτερος τρόπος να κρίνουμε ένα κείμενο είναι να κοιτάξουμε να βρούμε ποιες λέξεις του δε λειτουργούν”, είπε κάποιος. Το ποσοστό των λέξων που δε λειτουργούν στον Μακρυγιάννη είναι μικρότερο παρά στα έργα όλων των πεζογράφων μας που ξέρω… Η φωνή του Μακρυγιάννη είναι ένας κλώνος από το στιβαρό δέντρο που έδωσε τον Ερωτόκριτο και τη ΘυσίατουΑβραάμ, έδωσε τα δημοτικά μας τραγούδια…». Και συνεχίζει: «Ο δεύτερος λόγος που πιστεύω πως ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικόςπεζογράφος μας είναι γιατί τον νομίζω σαν ένα μεγάλοδιδάσκαλοτηςγλώσσας μας. Αν εξαιρέσω την ερειπωμένη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, δεν ξέρω άλλο κείμενο στα νέα μας γράμματα που να διδάσκει τόσα πολλά όσο το κείμενο του Μακρυγιάννη».
Μακρυγιάννης: Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ» Ο ΙωάννηςΤριανταφύλλουήΜακρυγιάννης γεννήθηκε στο Αβορίτι της Δωρίδας του νομού Φωκίδας. Ήταν παιδίφτωχήςοικογένειας της Ρούμελης. Έχασε τον πατέρα του πολύ μικρός σε συμπλοκήκλεφτώνμεΤούρκους. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφυλλοδημήτρης. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα επικράτησε να τον αποκαλούν Μακρυγιάννη λόγω του ύψους του. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, στη συνέχεια όμως ασχολήθηκεμετοεμπόριο και έκανε μεγάληπεριουσία. Πριν από την επανάσταση είχε πολλά χρήματα και ακίνητα στην Άρτα. Το 1820μυήθηκε στη ΦιλικήΕταιρεία και από τότε αφοσιώθηκε στον αγώνα για την ανεξαρτησία και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Κατά τη διάρκεια των εμφυλίων τάχθηκε στο πλευρό των κυβερνητικών και εισέβαλε στην Πελοπόννησο να πολεμήσει κατά των στρατιωτικών. Έμεινε εκεί για να οργανώσει την άμυναεναντίον του Ιμπραήμ.Υπερασπίστηκε ηρωικά την Ακρόπολη των Αθηνών και τραυματίστηκε τρεις φορές. Η επαναστατική του δράση κλείνει με τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις του Πειραιά το 1827. Ο Καποδίστριας τον διόρισε «γενικόαρχηγόΣπάρτης». Επειδή δυσανασχέτησε με την απραξία του σε αυτή τη θέση, άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του (1829). «Με τα κολλυβογράμματα που έμαθεσεδύομήνες άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του –να κτίζειτομνημείοτου. Λαϊκόςαφηγητής, σπουδαίος, αχάλαστος από κακές αναγνώσεις, με ένστικτο δυνατό, με ματιά που εισδύει στα έγκατα των ανθρωπίνων πράξεων, με πίστη στον Θεό και στην πατρίδα, ιστορεί τους κατατρεγμούς των Ελλήνων από τους Τούρκους, τις μάχες, τις εξάρσεις, τις αδυναμίες, λέει για πρόσωπα, για τους γενναίους και τους ιδιοτελείς», γράφει για τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη οΗλίαςΒενέζης. Ο Μακρυγιάννης υποδέχθηκε με θερμά λόγια τον Όθωνα, ο οποίος μάλιστα βάφτισε και ένα από τα παιδιά του. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης. Ως δημοτικόςσύμβουλος, το 1837, έπεισε το δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας να υποβάλει στον Όθωνα αναφορά για την παραχώρησηΣυντάγματος. Από το παλάτι θεωρήθηκε ο κύριος οργανωτής της συνωμοτικήςκίνησης που οδήγησε στην επανάσταση της 3ηςΣεπτεμβρίου1843. Τον Μάρτιο του 1853δικάστηκε από στρατοδικείο για εσχάτηπροδοσία και καταδικάστηκεσεθάνατο. Αποφυλακίστηκε αργότερα με τη μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη. Μετά την έξωση του Όθωνα του δόθηκε και πάλι ο τίτλος του αντιστρατήγου (1862). Άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στην Αθήνα, στη συνοικία που ακόμα και σήμερα φέρει το όνομά του. Ο τρόπος σκέψης του συμπυκνώνεται στην πιο διάσημη φράση του: «Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστείμόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέει «εγώ». Όταν όμως αγωνίζονταιπολλοί και φκιάχνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ».
Τα Απομνημονεύματα Οι μελετητές του έργου τοῦ στρατηγού Μακρυγιάννη συμφωνούν ότι τα Απομνημονεύματαδενείναι μια ψύχραιμη, αντικειμενικήεξιστόρηση γεγονότων. Ο συγγραφέας παραλείπει μάχες που έπαιξαν βασικό ρόλο στην πορεία της Επανάστασης του ᾽21, άλλες σημαντικές τις περνά με δυο γραμμές, ενώ παραθέτει με λεπτομέρειες συμβάντα δευτερεύουσας σημασίας που τα έζησε ο ίδιος. Βέβαια, αυτό είναι μέσα στη φύση των απομνημονευμάτων, που δεν αποτελούν αμερόληπτη και τεκμηριωμένη ιστορία. Ο Μακρυγιάννης, όμως, παράλληλα αυτοβιογραφείται, εξομολογούμενος συχνά, σα σε προσωπικό ημερολόγιο, ενδόμυχες ψυχικές καταστάσεις του. Κάθε τόσο σταματά την αφήγησή του για να επικρίνει με δριμύτητα ή να επαινέσει πρόσωπα και τις πράξεις τους, ενώ επαναλαμβάνει σκέψεις που φαίνεται να του ᾽χουνε γίνει έμμονες ιδέες. Επικαλεῖται ως μάρτυρατοΘεό, γράφει “Ματηνπατρίδα”, όταν θέλει να ορκιστεί – μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό– απευθύνεται με θέρμη στους “αδελφούς αναγνώστες”. «Αν είμαι τίμιος άνθρωπος, θέλω γράψη την αλήθεια, καθώς έγιναν τα γραφόμενα, οπού θα σημειώσω. Όλοι οι αναγνώστες έχετε χρέος πρώτα να ερευνήσετε διά την διαγωγή μου, πώς φέρθηκα εις την κοινωνία και Αγώνα, και αν τιμίως φέρθηκα, βάλετε βάση και εις τα γραφόμενά μου· αν ατίμως φέρθηκα, μην πιστεύετε τίποτας. Και αφού μάθετε ότι φέρθηκα τιμίως και ιδήτε σημειωμένα έγγραφα και απόδειξες, αρχή και τέλος, από διαφόρους, από κυβέρνησες και από αρχές και από άλλους πολλούς, όθεν χρημάτισα εγώ με τους αδελφούς μου συναγωνιστάς, οπού μ᾽ αξίωσε ο Θεός να έχω εις την οδηγίαν μου, όλο καλύτερούς μου εις τον αγώνα και εις υπηρεσίες, όθεν διατάχτηκα […] ∆ιά όλα αυτά γράφω εδώ. Ως άνθρωπος µπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά µου, ή άλλος τα αντιγράψη, για να τα βγάληειςτοφως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω µ᾽ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε ενού και τ᾽ όνοµά του µε καλόν τρόπον, όχιµεβρισές, διά να χρησιµεύουν αυτά όλα εις τους µεταγενεστέρους και να µάθουν να θυσιάζουν διά την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή, να ζήσουν ως ανθρώποι σ’ αυτήν την πατρίδα και µ᾽ αυτήν την θρησκείαν. Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν. Και προσοχή να µην τους απατάγη η ιδιοτέλεια. Και αν σκοντάψουν, τότε εις τον κρεµνόν θα πηγαίνουν, καθώς το πάθαµεν εµείς. 'Ολο εις τον κρεµνόν κυλάµεν κάθε µέρα. Όταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς το όλο οι τίµιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωµα να κάµη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά». Τα Απομνημονεύματα ήταν ένα ξέσπασμα, μια ψυχολογική ανάγκη, – για τούτο και η απεγνωσμένη επιμονή του να μάθει, ώριμος άντρας πια, τρία κολυβογράμματα: αν δεν τα έγραφε, θα ᾽σκαζε! «Πατρίδα, ναθυμάσαι!...» λέει κάπου, με σπαραγμό. Γιατί φοβάται πως, από παρασιώπηση σε παρασιώπηση, έχουμε αγγίξει πια το όριο της παραχάραξης, – ή, για την ακρίβεια, από την παρασιώπηση της σκοπιμότητας φτάσαμε στην σκοπιμότητα της παρασιώπησης. Και σε λίγο, αλίμονο, μήτε η πατρίδα δεν θα θυμάται πια, όπως εύστοχα σχολιάζει ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος. «Δεν επαινώ», έγραψε ο Σεφέρης, «τον Μακρυγιάννη γιατί δεν έμαθε γράμματα, αλλά δοξάζω τον Θεό, που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθη. Γιατί αν είχε πάει σε δάσκαλο, θα είχαμε ίσως πολλές φορές τον όγκο των Απομνημονευμάτων, σε μια γλώσσα όλο κουδουνίσματα και κορδακισμούς. Θα είχαμε ίσως ένα Σούτσο της πεζογραφίας, αλλά αυτή την αστέρευτηπηγήζωής, που είναι το βιβλίο του Μακρυγιάννη, δεν θα την είχαμε».
Η κατάρα των εμφυλίων διχασμών Αφότου ο “μηνίων (οργισμένος) Αχιλλεύς” τσακώθηκε για μία αιχμάλωτη με τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα και εγκατέλειψε τους Έλληνες μπροστά στα τείχη της Τροίας, οι εμφύλιοιπόλεμοιματώνουν την πορεία των Ελλήνων επί χιλιάδες χρόνια. Αυτή την προαιώνια παράδοση των μεταξύ τους εμφυλίων έφεραν οι Έλληνες ακόμη και όταν σήκωσαν, το 1821, το λάβαρο της ελευθερίας. Και μέσα στον αιματηρότατο πόλεμο της εθνικής ανεξαρτησίας διεξήγαγαν ταυτοχρόνως αιματηρούς εμφυλίους πολέμους μεταξύ τους! Κατά την διάρκεια της Εθνεγερσίας αναμετρήθηκαν πολιτικοί και στρατιωτικοί, τοπικοί και προσωπικοί ανταγωνισμοί, οικονομικές επιδιώξεις και επιδιώξεις Δυτικών, διαφορετικές ιδεοληψίες και κοινωνίες, αυτόχθονες και ετερόχθονες αγωνιστές, πικρίες και πλεονεξίες σχηματίζοντας εναλλασσόμενες διαρκώς ετερόκλητες συμμαχίες σε ένα απίστευτο μα εκρηκτικό μείγμα. Έζησα κι εγώ τον εμφύλιο στον τόπο μου, τη Χίο. Αδελφός αδελφή να χτυπά/ και ο φίλος τον φίλο να σφάζει/ τίνος Έλληνα η καρδιά του βαστά… Αντίστοιχα με τα δικά μου βιώματα, απείρως βέβαια πιο έντονα, είχε ο Μακρυγιάννης, που τα περιγράφει με πόνο στις σελίδες των Απομνημονευμάτων του. Γράφει με τον δικό του γλαφυρό τρόπο:
«Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήµατα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν µας και ιδιοτέλειά µας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από µας τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ’ ούλα αυτά, ότι ζηµιώσαµε την πατρίδα µας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σηµειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ώς την σήµερον, οπού δεν θυσιάζοµε ποτές αρετή και πατριωτισµόν και είµαστε σε τούτην την άθλια κατάστασιν και κιντυνεύοµεν να χαθούµεν».
«Η Διοίκηση θέλει να με κάμη χιλίαρχον κι᾿ αρχηγόν της Λιβαδειάς εις το ποδάρι του Δυσσέα, φτάνει να σκοτώσω τον Δυσσέα […] Η καϊμένη η πατρίδα αμαρτίες οπού ᾿χε και γύρευε να την λευτερώσουμε εμείς οι ανθρωποφάγοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί! Κ᾿ έχομε αρετή να λευτερώσουμε πατρίδα εμείς κι᾿ αυτείνοι οπού μας κυβερνούν; Τώρα έβαλαν τον Δυσσέα σκότωσε τον Αλέξη Νούτζο, τον σεβάσμιον άρχοντα. Πόσο ψυχώνει η Τουρκιά μ᾿ αυτό, πόσο αδυνατίζομε εμείς!».
«Να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος τη Γαλλία, άλλος τη Ρωσία, άλλος την Αυστρία κι᾽ άλλος τη Μπαυαρία –με τη στέψη του βασιλιά Όθωνα– και χάθη όλο τοάνθος των Ελλήνων εις τους εμφυλίους πολέμους».
«Εσένα, Υψηλάντη, δεν σε γνωρίζω το Νικήτα τον είχα ακουστά, δεν είχαμεν γνωριμιά. Καθώς μου γράφουν οι φίλοι, αν είστε τοιούτοι, φευγάτε να μην σκοτωθούμεν αναμεταξύ μας αδίκως αν είστε φίλοι μου και φίλοι της πατρίδος, ελάτε να φιληθούμεν και να γενούμεν αδέλφια, ν᾿ αγωνιστούμεν διά την πατρίδα μας, ότι κιντυνεύει»· γι᾽ αυτό ο Μακρυγιάννης επιμένει ότι «τούτη τηνπατρίδατηνέχουμεόλοιμαζύ…». «Και πότε θέλουν να κάνουν αυτά; Όταν ο Δράμαλης κι᾿ άλλοι πασσάδες με τόσες χιλιάδες φοβερίζουν την δυστυχισμένη πατρίδα και κιντυνεύει. Αχ, πατρίδα μου, δεν θα σ᾿ αφήσουν ζωντανή, ότι αυτείνοι σε κυβερνούν κι᾿ άλλοι τοιούτοι κι᾿ απ᾿ αυτούς κρέμεσαι. Η ψυχή τους ολουνών είναι η ίδια, δόλον θυσιάζουν διά εσένα πλήθος, κι᾿ αρετή και πατριωτισμόν τελείως. Και κιντυνεύεις μ᾿ αυτά δεν θα πας ομπρός. Πότε γύρευαν να σκοτώσουνε τους οπλαρχηγούς σου; Όταν εσύ, πατρίδα, είσαι εις τον γκρεμνό να τζακιστής, να χαθής. Και βέβαια δεν θα γλύτωνες τότε, ότι εκείνοι οπού είχαν την επιρρογήν θα τους σκότωναν. Οι νέγοι τι θα ᾿κάναν, όταν σε κυρίεψε τόση Τουρκιά, Ρούμελη και Πελοπόννησο;».
«Ακούτε, εσείς; Ο Καραϊσκάκης, από δέκα χρονών παιδί κλέφτης, θα γύριζε με τους Τούρκους, οπού τους σκότωνε μέσα τους λόγγους και περπάταγε ξυπόλυτος από μικρό παιδί διά την λευτεριά. Ο Εκλαμπρότατος, το ζυμάρι των Τούρκων, ο δουλευτής αυτείνων, των Τούρκων, ο Μαυροκορδάτος, ο αγαπημένος των τύραγνων, κατάτρεχε τον Καραϊσκάκη να τον καταδικάση εις θάνατον!». Όμως, παρ’ όλους τους εμφυλίους και τις διαμάχες, υπάρχουν στιγμές που όλοι εμείς γινόμαστε ένασώμα. Και ενώ πάντα είμαστε λιγότεροι και πολεμάμε με πολύ περισσότερους, τελείως άνισα, εντούτοις οι νίκες μας είναι περισσότερεςαπό τις ήττες. Τον Ιούνιο του 1825, οι ορδές του Ιμπραήμ κατέκλυσαν την Πελοπόννησο και προχωρούσαν καταστρέφοντας και λεηλατώντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ο Μακρυγιάννης, μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα της ήττας, απτόητος και αποφασιστικός, παίρνει θέση στους “ΑφεντικούςΜύλους”, κοντά στο Ναύπλιο, ετοιμάζει την άμυνα του φρουρίου και το επιθεωρεί εκτοξεύοντας απειλές: «…τώραθέλειδειοΜπραήμηςντουφέκιελληνικό». Και πράγματι, η έκβαση της μάχης υπήρξε, όπως κανείς δεν το ήλπιζε, νικηφόρα. Την παραμονή, είχε έρθει ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ, και απαισιόδοξος για το αποτέλεσμα, είπε στον Μακρυγιάννη τις φοβερές ελλείψεις που παρατήρησε. Πήρε τότε την απάντηση που έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη των συμπολεμιστών: «Είναι αδύνατεςοιθέσειςμας κι εμείς, όμως είναι δυνατόςοΘεός που μας προστατεύει. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραήμη, παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μάς έχει τους Έλληνες πάντοτεολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ώς τώρα όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν· κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν…». Τελειώνοντας, ας γυρίσουμε στον Σεφέρη: «ΟΜακρυγιάννηςπολέμησε, αγωνίστηκε, πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε -όπως βγαίνει από το γράψιμό του το απελέκητο- πάντα ορθός ώς το τέλος: άνθρωποςστούψοςτουανθρώπου. Δεν έγινε μήτευπεράνθρωποςμήτεσκουλήκι. Αλήθεια, μια από τις χάρες του Μακρυγιάννη, που γεμίζει αγαλλίαση την ψυχή, είναι αυτό το συναίσθημα, που δεν παύει ποτέ να μας δίνει· το συναίσθημα πως έχουμε στο πλάι μας έναν οδηγό –τόσο ανθρώπινο–, που είναι μέτρο των πραγμάτων και των όντων. Αυτό το ίδιο συναίσθημα που είναι ζυμωμένο με κάθε ελληνική ιδιοσυγκρασία, από τους παμπάλαιους καιρούς που ο Οιδίποδαςκατάργησε τη Σφίγγα και τον εφιαλτικό κόσμο της λέγοντας μόνο μια λέξη: ο άνθρωπος. Ο ελεύθερος άνθρωπος, ο δίκαιος άνθρωπος, ο άνθρωπος ζυγαριά της ζωής».