Πρόσφατα γυρίσαµε από επίσκεψη για δέκατη φορά στο Άγιον Όρος. Ήµαστε µόλις 25 προσκυνητές, λιγότεροι από τις προηγούµενες εξορµήσεις διότι τη περίδο ετούτη γιορτάζονταν τα Χριστουγέννα µε το Παλαιό Ηµερολόγιο, κι έτσι όλοι τα γιορτάσαµε δύο φορές φέτος. Σηµειωτέον ότι στην παρέα µας δεν υπήρχε κανείς Παλαιοηµερολογίτης…
Σίγουρα η παραµονή µας και πάλι στο Άγιο Όρος είχε πολλές προκλήσεις, µέχρι ξενύχτι την παραµονή των Χριστουγέννων από τις εφτάµιση το απόγευµα έως τις 4:30 τα χαράµατα και µετά απόδειπνο (δηλαδή φαγητό), και τελικά φτάσαµε αισίως στις 6 το πρωί ξάγρυπνοι αλλά ξεκούραστοι.
Πέραν της κατάνυξης του χώρου, της ωραίας προσκυνητικής συντροφιάς µε αρκετούς από εµάς σε αναζητήσεις πνευµατικές και ψυχικές, µε ερωτήµατα για τον ασκητισµό και γενικά για τη ζωή, αυτή τη φορά ζήσαµε έντονα το θέµα του ηµερολογίου που πάει 13 ηµέρες πίσω. Αποφασίσαµε λοιπόν µαζί µε τον καθηγητή-κουµπάρο µου Νίκο Ζαγούρα, συµπροσκυνητή, να το ερευνήσουµε κατά το δυνατόν, και να γράψω και εγώ τα «αποφθέγµατά» µου.
Αρχίσαµε λοιπόν να διαβάζουµε, προσπαθώντας να εντοπίσουµε πιο συγκεκριµένα γιατί αυτή όλη η ιστορία του διχασµού, της σύγχυσης και πολλών άλλων επιπτώσεων που σίγουρα δεν είναι ίδιον της αγάπης, της σύµπνοιας, της αδελφοσύνης που µας διδάσκει ο Χριστός (ίδε αιώνιο µίσος µεταξύ ανατολικής και δυτικής Eκκλησίας κυριαρχόν και στο Όρος).
Έπεσα στα βαθιά νερά µε την βοήθεια του καθηγητή Νίκου Ζαγούρα, που βρήκε δύο τόµους µεγάλους των Στράτου Θεοδοσίου Μάνου ∆ανέζη, και ψάξαµε να βρούµε κάποια νοητή άκρη.
∆εν είναι τυχαίο ότι ο τίτλος του βιβλίου είναι «Η Oδύσσεια των ηµερολογίων». Παρόλο που το θέµα είναι αστρονοµικό και µαθηµατικό, θα προσπαθήσω να σας µεταφέρω ότι εγώ κατάλαβα.
Υπάρχουν πλήθος ηµερολογίων και ήταν σε ισχύ σε διάφορες χρονικές περιόδους, τα επικρατέστερα όµως είναι το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό και διάφοροι άλλοι τρόποι µετρήσεως του χρόνου, οι Αρχαίοι Έλληνες π.χ. µετρούσαν τα χρόνια από τους πρώτους Oλυµπιακούς αγώνες που επίσηµα αναφέρονται το 776 πΧ.
Το Ιουλιανό ηµερολόγιο καθορίστηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα το 146 π.Χ. αλλά µπήκε σε πλήρη ισχύ µερικές δεκαετίες αργότερα από τον Αυτοκράτορα Αύγουστο Oκταβιανό. O µήνας Ιούλιος έχει το όνοµα του Ιουλιανού και ο µήνας Αύγουστος το όνοµα του Αύγουστου Oκταβιανού.
Το Ιουλιανό ηµερολόγιο χρησιµοποιήθηκε ευρύτερα σε όλη την Ρωµαϊκή επικράτεια και φάνηκε αρχικά ότι ήταν σωστό. Η µελέτη του ηµερολογίου έγινε από τον Αλεξανδρινό Έλληνα αστρονόµο Σωσιγένη.
O Σωσιγένης µε τα µαθηµατικά της εποχής υπολόγισε το τροπικό έτος σε 365,25 ηµέρες ενώ το πραγµατικό έτος είναι 365,24219879, δηλαδή η ετήσια διαφορά είναι 0,007780121 ηµέρες.
Σε 400 χρόνια είχε τελικά 3,12048 ηµέρες διαφορά, δηλαδή η µέση τιµή του πολιτικού Ιουλιανού ηµερολογίου µετακίνησε την αρχή του πολιτικού έτους πέρα από την φυσική αστρονοµική του θέση κατά µία ηµέρα σε χρονικό κύκλο 128 ετών.
Πολλοί αστρονόµοι µελετητές είχαν εντοπίσει το σφάλµα και κατεβλήθησαν πολλές προσπάθειες από διάφορους, ειδικά από Βυζαντινούς αστρονόµους, καθώς συνήλθαν διάφορες οικουµενικές σύνοδοι και ασχολήθηκε µέχρι και ο Πάπας Παύλος και άλλοι.
Έτσι ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ’, όταν ανέβηκε στο θρόνο το 1572 έβαλε σκοπό της ζωής του να µεταρρυθµίσει το ηµερολόγιο, και έφτιαξε µία επιτροπή από αστρονόµους, µαθηµατικούς και κληρικούς για να το µελετήσουν. Παράλληλα, και οι αστρονόµοι άλλων λαών πρόσεξαν το σφάλµα και πρότειναν την αλλαγή του.
Τελικά ο Γρηγόριος ΙΓ’ θέσπισε την ηµερολογιακή µεταρρύθµιση το έτος 1582 µ.Χ., και έπρεπε το πολιτικό ηµερολόγιο που ίσχυε να µετατοπιστεί κατά δέκα ηµέρες τότε και κατά 13 ηµέρες σήµερα (128 έτη αντιστοιχούσαν σε µία ηµέρα).
Το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ηµερολόγιο είναι ηλιακά ηµερολόγια και µετρούν το έτος από τη µία µέχρι την επόµενη εαρινή ισηµερία που είναι τον Μάρτιο.
Το Lunar Calendar (σεληνιακό ηµερολόγιο) είναι το ηµερολόγιο που στηρίζεται στις φάσεις των κύκλων της Σελήνης, διότι υπάρχουν 12 τέτοιες σε ένα χρόνο και σε ένα ηλιακό έτος αντιστοιχούν σε 354,5 ηµέρες.
Τα περισσότερα Lunar Calendars είναι σεληνιακά-ηλιακά, γιατί στηρίζονται στα ηλιακά και κάνουν ορισµένες διορθώσεις ανάλογα.
Τα Σεληνιακά ηµερολόγια διαφέρουν ως προς ποια ηµέρα είναι η πρώτη του µήνα ανάλογα µε το ηµερολόγιο, έτσι έχουµε διάφορα ηµερολόγια σεληνικά όπως π.χ. το κινέζικο, όπου η πρώτη του µήνα είναι η ηµέρα που έχει ένα αστρονικό νέο φεγγάρι, το ινδικό άρχισε µε το νέο φεγγάρι κ.α.
Το Γρηγοριανό ηµερολόγιο καθιερώθηκε σιγά σιγά σε όλη την Ευρώπη και σε όλο τον κόσµο, στην Ελλάδα άρχισε να εφαρµόζεται µόλις από το 1925. Το κόλληµα της Oρθόδοξης εκκλησίας προκαλούταν κυρίως γιατί ήταν Παπικό, αλλά και γιατί είχαν πρόβληµα να καθορίσουν τις κινητές γιορτές όπως π.χ. το Πάσχα, κ.α.
Η ακρίβεια του Γρηγοριανού ηµερολογίου είναι πολύ καλύτερη από του Ιουλιανού, το οποίο Γρηγοριανό έχει σφάλµα 26 δευτερόλεπτα το χρόνο ενώ το Ιουλιανό 674 δευτερόλεπτα.
O Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστοµος Παπαδόπουλος εισήγαγε το Γρηγοριανό ηµερολόγιο αφού συµβουλεύτηκε το Πατριαρχείο στις 10 Μαρτ. 1924.
Ως συνήθως, άναψαν αντιρρήσεις και φανατισµός στην Ελλάδα (παράξενο...) όχι για λόγους ουσίας αλλά κυρίως για προσωπικές διαφορές µε τον Αρχιεπίσκοπο, όπως και γιατί το ηµερολόγιο ήταν Παπικής πρωτοβουλίας. Και έτσι δηµιουργήθηκε η Ελληνική Κοινότητα των γνήσιων Oρθόδοξων Χριστιανών (ΓOΧ), οι Παλαιοηµερολογίτες δηλαδή, και ορισµένοι ∆εσπότες έκαναν ανταρσία και ακολούθησαν το παλαιό ηµερολόγιο.
Τα Πατριαρχεία Ιεροσολύµων, Ρωσίας, Σερβίας και Γεωργίας διατηρούν µέχρι σήµερα το Ιουλιανό ηµερολόγιο.
Στο Άγιον Όρος υπάρχουν 20 Μονές, από τις οποίες οι 17 είναι Ελληνικές, µία Ρώσικη του Αγίου Παντελεήµονος, µία Βουλγάρικη του Ζωγράφου και µία Σέρβικη του Χιλανταρίου.
Μέχρι πρόσφατα, 19 Μονές ακολουθούσαν το παλιό ηµερολόγιο και µόνο µία Μονή του Βατοπεδίου ακολουθούσε το νέο.
Σήµερα εκτός της Μονής Βατοπεδίου άλλες 18 Μονές, παράλληλα µε το παλιό ηµερολόγιο ακολουθούν και το νέο, ενώ µόνο η Μονή Εσφιγµένου επιµένει στη χρήση του παλαιού ηµερολογίου.
Oι Ζηλωτές της Μονής Εσφιγµένου αρνούνται να µνηµονεύσουν τον Oικουµενικό Πατριάρχη θεωρώντας ότι ο συνεχιζόµενος διάλογος µε το Βατικανό και νεοηµερολογιτισµός αποτελούν εσχάτη προδοσία.
O καθορισµός της ηµέρας του Πάσχα σαν κινητή εορτή ήταν µεγάλο πρόβληµα, έτσι συνήλθε η Oικουµενική Σύνοδος µε την συµµετοχή 318 πατέρων το 325 µ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου εκτός από άλλες σηµαντικές αποφάσεις της όρισε και την ηµέρα του Πάσχα.
Στην εαρινή ισηµερία της 21ης Μαρτίου του 325 µ.Χ. βασίστηκε ο παρακάτω συνοδικός κανόνας υπολογισµού της µεγάλης γιορτής: «Το Πάσχα θα εορτάζεται την 1η Κυριακή µετά την Σελήνη 14 ηµερών η οποία συµπίπτει ή έπεται της εαρινής ισηµερίας στις 21 Μαρτίου». Συνεπώς αν η Σελήνη 14 ηµερών (συνήθως πανσέληνος) συµβεί Κυριακή, το Πάσχα θα εορτάζεται µία εβδοµάδα µετά για να µην συµπέσει µε το Πάσχα των Εβραίων που γιορτάζεται µε την Πανσέληνο το Νισάν η οποία συµβαίνει συνήθως µετά την εαρινή ισηµερία. Μετά οι Πατέρες ανέθεσαν στον Πατριάρχη Κύριλλο Ά (376-444 µ.Χ.) της Αλεξάνδρειας, περιοχή που ήκµαζε η Αστρονοµία, να συνθέσει το «Πασχάλιο», το οποίο όριζε το Πάσχα για πολλά χρόνια µετά για να χρησιµοποιηθεί από όλες τις χριστιανικές εκκλησίες.
Ψάχνοντας πληροφορίες για το ηµερολόγιο, µάθαµε και για την OΥΝΙΑ, θέµα το οποίο βρήκαµε ενδιαφέρον:
Η OΥΝΙΑ Την πραγµατική διάσταση του θέµατος «Oυνία» δίνει ο κ. Αλ. Παπαδερός, διευθυντής της Oρθοδόξου Ακαδηµίας Κρήτης : « Το οξύτερο πρόβληµα αυτή τη στιγµή στις σχέσεις Ανατολής – ∆ύσης απο πλευράς εκκλησιαστικής είναι το πρόβληµα της Oυνίας, που έχει τις ρίζες του στα υστεροβυζαντινά χρόνια» (Βήµα, 26/1/1992). Oι Oυνίτες (Uniti) είναι εκείνοι οι Χριστιανοί που έχουν µεν διατηρήσει όλους σχεδόν τους εξωτερικούς τύπους του Oρθόδοξου δόγµατος, αλλά προσεχώρησαν στη Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία, αναγνωρίζοντας τον Πάπα της Ρώµης ως τον υπέρτατο αρχηγό της Χριστιανικής Εκκλησίας.
O πρώτος που επινόησε και προσπάθησε να κάνει κάποιες παραχωρήσεις στους προσηλυτιζοµένους Oρθοδόξους ήταν ο Πάπας Ιννοκέντιος ∆’, ο οποίος µε σχετική εγκύκλιο του (1254) επέτρεπε στους προσηλυτιζοµένους να κρατούν µερικά απο τα ήθη και τα έθιµα της Oρθοδόξου Εκκλησίας. Αντικειµενικός σκοπός βέβαια ήταν η επιθυµία της ∆υτικής Εκκλησίας να υποτάξει µε πλάγια µέσα τους Χριστιανούς της Ανατολής. Η επισηµοποίηση της Oυνίας έγινε στη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439) που ενώ δεν έθιξε τις λειτουργικές παραδόσεις της Oρθόδοξης Ανατολής, απαίτησε απο τους Βυζαντινούς να δεχθούν: α) το Παπικό πρωτείο, β) ότι το Άγιο Πνεύµα εκπορεύεται «και εκ του Υιού» (filioque), γ) την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας µε άζυµο ή ένζυµο άρτο, δ) τη δοξασία περί του καθαρτηρίου πυρός.
Βλέπουµε λοιπόν, ότι οι όροι Oυνίτης και Oυνία έχουν λατινική προέλευση αφού προέρχονται απο τη λέξη unio που σηµαίνει ένωση ψευτοένωση δηλαδή των Εκκλησιών. Oι Oυνίτες αυτοαποκαλούνται βυζαντινόρυθµοι, βυζαντινού ρυθµού, ελληνοκαθολικοί, ελληνόρυθµοι ή ανάλογα µε την καταγωγή τους ή την Εκκλησία προέλευσής τους, Αρµενοκαθολικοί, Μεχλίτες, Χαλδαίοι κ.α. Τελευταία έχει επικρατήσει να ονοµάζονται Καθολικοί της Ανατολής. Αυτός είναι επιτυχής και σωστός όρος, αφού οι Εκκλησίες των Oυνιτών, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, έχουν εκλατινιστεί. Oι Oυνίτες έχουν χαρακτηριστεί ως ο «δούρειος ίππος» του Βατικανού στους κόλπους της Oρθοδοξίας, µε αποτέλεσµα να έχουµε σήµερα µαχητικές συγκρούσεις στην Πολωνία, στην Oυκρανία, στην Τσεχία, στη Σλοβακία και σε άλλες περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης.
Επειδή δεν θυµόµουν το καθαρτήριον πυρ τι εστί, έψαξα και βρήκα στο Internet στοιχεία, τα οποία και σας αναφέρω:
Η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης και το καθαρτήριο πυρ. Κατά τους Παπικούς ο Θεός έστειλε τον Υιό τους στον κόσµο για να σταυρωθεί, για να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη από την προσβολή που υπέστη από την αµαρτία του ανθρώπου. Η θεωρία περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης δηµιούργησε την Ιερά Εξέταση, τις Σταυροφορίες, τους ιερούς πολέµους και νοµιµοποίησε την κάθε µορφής βία εναντίον των εχθρών της πίστεως, οι οποίοι τιµωρούµενοι και διωκόµενοι εξαγνίζονται έναντι του Θεού. Η θεωρία αυτή καθιστά τα λεγόµενα επιτίµια, που δίδουν οι πνευµατικοί πατέρες στο µυστήριο της εξοµολογήσεως, τιµωρητικά µέσα δικανικής φύσεως και όχι παιδαγωγικά όπως είναι σε µας.
Όσοι δεν πρόφτασαν σε αυτήν την ζωή να ικανοποιήσουν την Θεία ∆ικαιοσύνη µε βάσανα και επιτίµια, θα την ικανοποιήσουν µετά θάνατον στο καθαρτήριο πυρ. Εκεί πάνε οι ψυχές των ανθρώπων µετά θάνατο, για να βασανιστούν προσωρινά µέσα στη φωτιά και να καθαριστούν από τις ποινές των αµαρτιών τους. Η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός θυµίζει την διδασκαλία του Ωριγένη «περί αποκαταστάσεως των πάντων» η οποία καταδικάστηκε από την Ε’ Oικουµενική Σύνοδο.
Στην προσκυνητική οµάδα όλα αυτά συζητήθηκαν, καθώς και πολλά άλλα θέµατα σε δυο ηµέρες, µία στο λεωφορείο να πάµε και µία να γυρίσουµε, φυσικά δεν έλειψαν και τα ανέκδοτα λόγω της αποστολής µας, προσπαθήσαµε να µην έχουν σεξ -όµως ήταν πολύ δύσκολο κι έτσι χρησιµοποιήσαµε την δικαιολογία ότι ούτως ή άλλως πηγαίναµε για προσευχή και για κάθαρση. Το λεωφορείο είχε µετατραπεί σ’ ένα κινητό συµπόσιο που ειπώθηκαν πολλά, και όλοι µας πήραµε σίγουρα µεγάλη πνευµατική και ηθική προστιθεµένη αξία.
Θα ήθελα και δηµόσια να ευχαριστήσω τον Γιατρό ∆ηµήτρη Ντουνιαδάκη, τον κύριο συντονιστή και κύριο κωπηλάτη αυτής της εκδήλωσης. Επίσης µεγάλη προσφορά σε πνεύµα και σάρκα έδωσαν ο Γιατρός Θεόφιλος Κουλιανός και ο Σύµβουλος Παναγιώτης Σωτηρόπουλος, ενώ στο πάνελ του συµποσίου συνεισέφεραν τα µέγιστα ο Νίκος Μαρκέας και ο καθηγητής µας Νίκος Ζαγούρας.
Η Ιερά Μονή ∆ιονυσίου, γνωστή ως «Νέα Πέτρα», είναι κτισµένη πάνω σε στενό και απόκρηµνο βράχο σε ύψος 80 µέτρων από τη θάλασσα, µεταξύ των µονών Γρηγορίου και Αγίου Παύλου. Κτίτορας της µονής είναι ο όσιος ∆ιονύσιος από την Κορυσό της Καστοριάς, ο οποίος µε πολλές δυσκολίες και κόπους κατόρθωσε να συγκεντρώσει τα απαραίτητα για την ανέγερση του µοναστηριού, στο δεύτερο µισό του 14ου αιώνα. Σ' αυτή του την προσπάθεια ευγενικός χορηγός στάθηκε ο Αλέξιος Γ' Κοµνηνός, αυτοκράτορας της Τραπεζούντας, παρακινούµενος και από τον µητροπολίτη της πόλης Θεοδόσιο που ήταν αυτάδελφος του οσίου. Την πολιτική αυτή της δαψιλής χορηγίας προς τη µονή συνέχισαν οι Παλαιολόγοι και αργότερα πολλοί ηγεµόνες της Μολδοβλαχίας. Oι τοιχογραφίες του Καθολικού φαίνεται πως έγιναν από τον εκπρόσωπο της Κρητικής σχολής Τζώρτζη περί το 1546. Αξιόλογο είναι το επιχρυσωµένο τέµπλο του ναού και οι τοιχογραφίες της Αποκάλυψης, η αρχαιότερη πλήρης εικαστική έκφραση της Αποκάλυψης στον Oρθόδοξο χώρο. Στη ∆ιονυσίου βρίσκεται η θαυµατουργή εικόνα της Παναγίας των Χαιρετισµών ή του Ακαθίστου. Στο µoναστήρι υπάγονται 7 Κελλιά και αρκετά Καθίσµατα. Επίσης διαθέτει 8 παρεκκλήσια και 6 εξωκκλήσια. Στη ∆ιονυσίου ανήκει και το µετόχι Μονοξυλίτης, το οποίο στα µέσα του 17ου αιώνα της µετεβιβάσθη από τη Λαύρα. Η ∆ιονυσίου κατέχει την πέµπτη θέση στην ιεραρχία των µονών. Στα κειµήλια της µονής αριθµούνται πολλά λείψανα αγίων, µε πιο σηµαντικά τη δεξιά του τιµίου Προδρόµου και τα τίµια λείψανα του αγίου Νήφωνα . Άλλα σηµαντικά κειµήλια είναι µια ανάγλυφη παράσταση της Σταύρωσης σε ελεφαντοστό, έργο του 10ου αιώνα, κεντητά, σκεύη και άµφια. Στη βιβλιοθήκη της µονής βρίσκονται θυσαυρισµένα 1.100 χειρόγραφα, κάποια από αυτά εικονογραφηµένα, και πανω από 15.000 βιβλία µε πολύτιµα αρχέτυπα και παλαίτυπα. Η µονή ανέδειξε στον αιώνα µας ασκητικές µορφές και λόγιους και σήµερα αριθµεί περί τους 50 µοναχούς.