Ο τίτλος είναι παρμένος από το βιβλίο του συμφοιτητή μου, συγκάτοικου μου και κουμπάρου μου Αποστόλη Δόμβρου που με έχει βάλει στο εξώφυλλο στο ομώνυμο βιβλίο του (copyright 1996).
Το βιβλίο αναφέρεται σε ιστορίες, βιώματα της φοιτητικής μας ζωής στην Αυστρία και την Γερμανία στην δεκαετία του ’60.
Πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και αρκετά χρόνια μετά τα γερμανομαθή πανεπιστήμια λογίζονταν τα καλύτερα του κόσμου και είχαν πάρει τα περισσότερα νόμπελ. Αρκετοί ξένοι μεταξύ των οποίων και Έλληνες σπούδαζαν στα γερμανόφωνα πανεπιστήμια. Στον απόηχο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου το 1956, από μια παράξενη ιστορία-σύμπτωση βρέθηκα και εγώ στην Αυστρία-Γερμανία για σπουδές. Μέχρι τα δεκαπέντε μου καταλογιζόμουν από τους δασκάλους έξυπνος μαθητής αλλά ακαμάτης.
Στη Χίο στο Αργέντικο, εκεί που μεγάλωσα υπήρξε μία πετρελαιομηχανή ντίζελ που πότιζε την περιοχή και ήταν φτιαγμένη το 1931. Με αυτήν ασχολιόμουνα και επειδή ήταν παλιά για να μπει μπροστά έκανα διάφορα γιατροσόφια και ήμουν από τους λίγους που έβαζε εμπρός τις μηχανές του Κάμπου της Χίου.
Τότε το υπουργείο γεωργίας έστειλε ένα κλιμάκιο μηχανικών στην περιοχή και έκανε ένα τύπου μικρών σεμιναρίων για μηχανές και αντλίες, το οποίο παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον, ο επικεφαλής του κλιμακίου, μηχανολόγος τότε ήταν elite οι μηχανολόγοι, έπαιρναν πολλά λεφτά γιατί ήταν πολύ λίγοι, μου λέει εσύ δεν πρέπει να πας χαμένος πρέπει να πας στο Πολυτεχνείο.
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα αποφάσισα τελικά να αλλάξω ρότα ζωής και συνήθειες και από μία ώρα ή καθόλου που διάβαζα την ημέρα άρχισα να διαβάζω συνεχόμενα δεκατετράωρα. Είχα αρκετή αντοχή, πράγμα που ακόμη έχω, όσο διάβαζα τόσο η δίψα και μάθηση μεγάλωνε και πέραν των βασικών μαθημάτων , μαθηματικά, φυσική, χημεία κλπ διάβαζα και άλλα μαθήματα αρχαία ελληνικά, φιλοσοφικά κλπ. Αυτά με βοήθησαν πολύ στη ζωή και στην καριέρα μου. Είμαι θιασώτης της κλασσικής μόρφωσης οτιδήποτε και αν σπουδάζει κανείς γιατί σου ανοίγει το πνεύμα.
Έτσι άρχισα να ανεβαίνω στην τάξη μου να ταρακουνώ τις ισορροπίες και τις περγαμηνές των αναγνωρισμένων καλών μαθητών, όχι πάντα με το σταυρό στο χέρι αλλά διαβάζοντας από πολλά βιβλία συγχρόνως μεταφράσεις τότε ήταν απαγορευμένες , δεν υπήρχαν στο εμπόριο και σε αυτό με βοήθησε πολύ η βιβλιοθήκη της Χίου.
Στην όγδοη την τελευταία τάξη του λυκείου που λέμε σήμερα εμείς ενώ οι συμμαθητές μου άρχισαν να μαθαίνουν ημίτονο και συνημίτονα στην τριγωνομετρία εγώ είχα τελειώσει μόνος μου στα γαλλικά την τριγωνομετρία του Carone δεδομένου ότι στα μαθηματικά δεν χρειάζεται πολύ η γλώσσα. Έκανα και ασκήσεις ιουσητών τριγωνομετρίας γιατί έβαζαν τις εξετάσεις. Πολλές φορές ίσως άδικα «τσίγκλιζα» του καθηγητές μου οι οποίοι είχαν μπει σε μία ρουτίνα και μόλις τους έκανα καμία δύσκολη ερώτηση με πετούσαν έξω από την τάξη. Μάλιστα ένας νέος καθηγητής φυσικής που είχε έρθει μου λέει Βύρωνα σε παρακαλώ μόλις τελείωσα και έχω πεθάνει στο διάβασμα μην με αναγκάζεις να ξαναδιαβάζω.
Σημειωτέον ότι το ίδιο έπαθα και εγώ όταν δίδαξα στα ΤΕΙ της Καβάλας τρεις έξυπνοι και σπασίκλες μαθητές μου έκαναν το ίδιο και τους είπα το ίδιο. Πολύ έξυπνος δεν ήμουν αλλά δουλευταράς, πεισματάρης, οργανωμένος με σκοπό και προμηθεμένος. Στη Χίο όταν παντρευόταν μία κοπέλα έλεγαν τα πεθερικά δεν τον θέλουμε προκομμένο αλλά προμηθεμένο το γαμπρό. Είχα οργανώσει το χρόνο μου και μάλιστα έκανα μάθημα στον μεγάλο αδερφό μου και στους φίλους του και σε κάτι φτωχά παιδιά για να μην μείνουν στην ίδια τάξη. Εκεί τα έμπλεξα με τους καθηγητές γιατί τους χάλασαν την πιάτσα των ιδιαιτέρων.
Στη Χίο όλοι πίστευαν ότι θα μπω με «τα τσαρούχια» στο Πολυτεχνείο και όμως απέτυχα οικτρά. Τότε δεν υπήρχαν οι πανελλήνιες που για μένα είναι κάπως δίκαιο σύστημα, η εξεταστέα ύλη αποφασιζόταν από τους καθηγητές. Το πλαίσιο της οποίας διέρρεε στους τριτοετείς των φροντιστηρίων.
Λέγανε ότι θες τρία χρόνια φροντιστήριο για να μπεις στο Πολυτεχνείο και πράγματι οι περισσότεροι έμπαινα από τους τριτοετείς εκτός από ορισμένους αλεξιπτωτιστές. Μετά την αποτυχία μου γράφτηκα και εγώ στα φροντιστήρια του Κανέλου που ήταν από τα καλύτερα.
Στην Αθήνα έμενα σε ένα φιλικό σπίτι στη Νέα Σμύρνη με μπετόν χωρίς μόνωση στην οροφή σκέτη Σιβηρία τότε το ’56 ήταν πολύ κρύα χρόνια. Το φιλικό ζευγάρι είχε ένα μαγαζί που έκανε κορσέδες και σουτιέν στην οδό Θεμιστοκλέους, έφευγε το πρωί και ερχόταν το βράδυ, πεινασμένοι ψάχνοντας κάτι να φάνε. Έτσι έγραψα στη μητέρα μου για ορισμένες συνταγές μιας και «οι μαμάδες φτιάχνουν τα καλύτερα φαγητά» και έκανα το ντεμπούτο μου αρνί στο φούρνο με πατάτες, σκόρδο κλπ.
Έκανα έκπληξη στους γέρους που ήρθαν κουρασμένοι το βράδυ. Ήταν τότε γύρω στα πενήντα τους και για εμάς ήταν γέροι. Από τότε άρχισα την μαγειρική μου καριέρα, πάντα είχα ένα μεγάλο τσουκάλι τουλάχιστον 10 λίτρων και για εστία χρησιμοποιούσα την ξυλοκαρβουνόσομπα και εκεί έτρωγαν πλούσιοι και φτωχοί φοιτητές συνήθως οι πλούσιοι έτρωγαν το μηνιαίο συνάλλαγμα τις πρώτες δεκαπέντε ημέρες.
Κατά τον Νίτσε που δεν τον είχα διαβάσει τότε αυτή η αποτυχία αφού δεν με σκότωσε με έκανε πιο ισχυρό.
Κάποιος καθηγητής ονόματι Παπαγιάννης της φυσικής στο φροντιστήριο όταν δεν μπορούσαμε να λύσουμε καμία άσκηση έλεγε δεν πάτε ρε στο Γκρατς εκεί περνάτε χωρίς εξετάσεις. Έμαθα μέσα επίσης ότι αρκετά καλοί μαθητές όπως ο πρώτος μαθητής του Βαρβάκειου είχαν αποτύχει και αυτό με προβλημάτισε πολύ δεδομένου ότι παρόλο που μεγάλωσα πλουσιόπαιδο τα οικονομικά του πατέρα μου άρχισαν να σείονται και είχα ήδη έξι μήνες χωρίς σιγουριά της επιτυχίας. Έτσι λοιπόν ένα ολόκληρο βράδυ που δεν κοιμήθηκα πάλι, πήρα την απόφαση να πάω στο Γκρατς και πάω στην πρεσβεία αφού περίμενα πολλές ώρες μίλησα με τον μορφωτικό ακόλουθο ο οποίος με απέτρεψε να πάω δεδομένου ότι τότε ήταν τουλάχιστον 400 έλληνες φοιτητές εκεί. Έχω επανειλημμένως γράψει ότι η κοινωνικότητα και η σφαιρική μόρφωση είναι τα δυο βασικά όπλα για να πετύχει κανείς στη ζωή. Και οι νέοι πρέπει να το έχουν αυτοσκοπό.
Μετά τον κατακλυσμό που μου έφερε ο μορφωτικός ακόλουθος στην πρεσβεία, δεν ήθελα να το βάλω κάτω. Κάθισα έξω στη αυλή της πρεσβείας για να κόψω κίνηση τι γίνεται. Ρωτώντας διάφορους που μπαινόβγαιναν και έπιασα και κουβέντα με τον θυρωρό στην αρχή μου είπε και αυτός ότι είναι πάρα πολλοί στο Γκρατς Έλληνες και δεν θέλουν άλλους. Φαίνεται όμως ότι του έκανα καλό rapport (κοινωνική επαφή) και άρχισε να μου ανοίγετε και μου λέει έχεις καλούς βαθμούς του λέω ναι, πάρε το τρένο και πήγαινε και θα σε γράψουν. Του έδωσα τα γλυκά από Χίο, που είχα φέρει για τον μορφωτικό ακόλουθο. Χάρηκε πολύ και πήγε μέσα και μου έδωσε κάτι φυλλάδια του πανεπιστημίου. Βλέπετε η κοινωνία μας ήταν τέτοια και ίσως ακόμη είναι ότι όταν βγαίνεις στη ζωή δυστυχώς με το σταυρό στο χέρι δεν επιτυγχάνεις και πολλά πράγματα.
Θα μου πει κάποιος ρε Βύρωνα γιατί τα γράφεις όλα αυτά? Τα γράφω για τους νέους κυρίως να τους πω ότι όλοι οι άνθρωποι για εμάς έχουν την αξία τους. Και μπορεί ένας ακόμη ασήμαντος όπως στην περίπτωση μου ο θυρωρός να αλλάξει τη ζωή τους όπως άλλαξε και τη δική μου ο θυρωρός της πρεσβείας. Παίρνω το βαπόρι πάω στη Χίο το λέω στου γονείς μου, η μητέρα μου επιφυλακτική, ο πατέρας μου, μου λέει «έχω εμπιστοσύνη σε σένα όπου και να πας θα ανέβεις, πήγαινε.Μόνο δύο πράγματα δεν θέλω να κάνεις. Να μην παίξεις ποτέ χαρτιά (είχε συνεταίρο στην Ρουμανία και είχε καεί από αυτό) και να μην καπνίσεις ποτέ τσιγάρο». Ο πατέρας μου δεινός καπνιστής είχε κόψει το τσιγάρο και είχε γίνει κήρυκας κατά του καπνίσματος. Πρωτοποριακός για την εποχή του όπως και σε πολλά άλλα πράγματα. Τα κράτησα και τα δυο. Και επειδή είχα μάθει ότι είναι σχεδόν πιο φθηνά από την Αθήνα και το Πολυτεχνείο ήταν από τα καλύτερα της Ευρώπης αυτό με παρακίνησε να πάω. Και έτσι πήρα αμέσως μία χοντρή γερμανική μέθοδο άνευ διδασκάλου και άρχισα να διαβάζω. Τότε στην Αθήνα υπήρχε μεγάλη φτώχεια, γνώρισα φοιτητές που δούλευαν εκεί στην λακωνική γωνιά του πανεπιστημίου για 3-4 ώρες για μία φασολάδα. Εγώ δεν πήγαινα την μαγείρευα,(προμηθεμένος). Στην Αυστρία, δουλειές υπήρχαν καλύτερες αμειβόμενες από την Ελλάδα.
Έτσι λοιπόν, με την μέθοδο συνέχεια στα χέρια μου και ένα παλτό από κουβέρτα που μου έραψε ο θείος μου ο ράφτης ( μου είπαν ότι είναι πολύ κρύο) για αυτό ανέφερα το προμηθεμένος σε μια μέρα ταξίδι με το πλοίο και τρεις μέρες με το τρένο έφτασα στο Γκρατς. Αυτό το παλτό από μπατανία ο φίλος μου ο Δόμβρος το ονόμαζε το παλτό του Βύρωνα των 400 κιλών κάρβουνου. Τόσα είχα γλυτώσει φορώντας το μέσα στο σπίτι. Στο Γκρατς τότε ήταν πολλοί φοιτητές Έλληνες βρήκα κάποιον ο οποίος με βοήθησε και με έγραψε στο Πολυτεχνείο, πράγματι με πήραν αμέσως και με αυτόν γίναμε φίλοι αργότερα τον βοήθησα και εγώ με τον τρόπο μου στα μαθηματικά, φυσική, χημεία και αυτός στο σχέδιο. Στη Χίο πήγαινα με ποδήλατο από το σχολείο και έτσι αγόρασα ένα μεταχειρισμένο ποδήλατο και στο Γκράτς για αυτό έψαχνα δωμάτιο στα περίχωρα της πόλεως που ήταν πιο φθηνά. Πράγματι βρήκα ένα δωμάτιο ημιυπόγειο που χωρούσε μόνο ένα κρεβάτι, ένα τραπεζάκι και μία μικρή σόμπα. Σε μία βίλλα που την είχε πουλήσει κάποιος πλούσιος που φαλίρισε και την είχε αγοράσει ένας τσαγκάρης την οποία είχε νοικιάσει σε δυο πλούσια κορίτσια από γνωστές οικογένειες των Αθηνών. Στο υπόγειο της βίλλας δίπλα στο δωμάτιο μου είχε το τσαγκαράδικο.
Αμέσως πήγα στο Πολυτεχνείο και πάντα στο πρώτο θρανίο να με βλέπουν οι καθηγητές. Διάβαζα τα μαθήματα αλλά και την γλώσσα μόνος μου με δάσκαλο τον τσαγκάρη που γίναμε φίλοι. Ήταν το τσαγκαράδικο δίπλα στο δωμάτιο μου τον οποίο τον βοηθούσα, είχε μοντέρνο τσαγκαράδικο για την εποχή με λειαντικούς τροχούς κτλ. και σχεδόν έμαθα την τέχνη. Ο τσαγκάρης έπαιξε μεγάλο ρόλο στην καριέρα μου, γιατί για τα γερμανικά δεν πήγα σε δάσκαλο μόνο από τη μέθοδο διάβαζα και του είχα ανεβάσει την προσωπικότητα του, λέγοντας του ότι είναι φανταστικός δάσκαλος και το πήρε μεράκι να με βοηθάει. Έτσι τα γερμανικά μου τριών μηνών ήταν αρκετά για να μπορώ να δηλώσω για εξετάσεις.
Επειδή είχα πολλές καλές βάσεις και αυτό για μένα έχει σημασία σχεδόν σε όλα τα μαθήματα ακόμα και στα γαλλικά και τα αγγλικά με βοήθησαν πολύ, την μέθοδο την είχα τελειώσει και μετά από τέσσερις μήνες δήλωσα για εξετάσεις για ορισμένα μαθήματα. Το μοτίβο τότε ήταν σχεδόν όλοι οι φοιτητές για δυο χρόνια να κάνουν γλώσσα και μετά να πηγαίνουν στο πολυτεχνείο. Εγώ έκανα και τα δυο. Προς το τέλος του καλοκαιριού με διαβασμένες τις διακοπές, είχα περάσει αρκετά μαθήματα ,δηλαδή σε ένα εξάμηνο. Ο Δόμβρος λοιπόν έμαθε ότι κάποιος Χιώτης έχει περάσει μαθήματα και έψαξε και με βρήκε για να του δώσω τις σημειώσεις μου. Εκ παραλλήλου δυο ακόμη άλλοι φοιτητές ο Μιχάλης ο Γκίοκας ο επί 30 χρόνια συνέταιρος μου και ο Βαγγέλης ο Παπαγεωργίου είχαν περάσει αρκετά μαθήματα και έτσι γίναμε φίλοι και ανταλλάξαμε σημειώσεις. Και τελειώσαμε το προ-δίπλωμα δηλαδή περίπου τις μισές σπουδές μαζί με τα Γερμανικά περίπου σε δυο χρόνια, χρόνος ρεκόρ με γλώσσα μαζί , αφού ο μέσος όρος των αυστριακών Γερμανών ήθελε τριάμισι.
Το Γκρατς ήταν δύσκολο Πανεπιστήμιο, εκεί δίδασκαν διάφοροι διάσημοι καθηγητές όπως π.χ Φέντερ Χόφερ με 120 συγγράμματα και σχεδιαστή, των γερμανικών αεροπλάνων «στουκανς» και ο Μπάουλε με πρωτοποριακές μελέτες τη θεωρία των πιθανοτήτων κλπ. Το σύστημα ακαδημαϊκό και δύσκολο να τελειώσεις. Έτσι αποφασίσαμε να πάμε στο Μόναχο να κάνουμε εκεί το δίπλωμα δεδομένου ότι το Μόναχο ήταν πιο στρωτό είχε περισσότερες πιθανότητες να βρούμε δουλειά και επίσης πολύ γνωστό Πολυτεχνείο. Πράγματι πήγαμε εκεί τελειώσαμε σε τρία χρόνια συνολικά μαζί με Γκρατς πέντε. Εκεί στο Μόναχο η ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα είχε μεγάλη παράδοση και μάλιστα οι περισσότεροι καθηγητές του Πολυτεχνείου μας είχαν σπουδάσει στο Μόναχο και αυτοί κυβερνούσαν τα ελληνογερμανικά και κάπως κοντρόλαραν τις ελληνογερμανικές σχέσεις συμπεριλαμβανομένων και των υποτροφιών πήραμε κάτι υποτροφίες και μεταξύ μας, εμείς, τις αξίζαμε γιατί τις έπαιρνε το κατεστημένο των αιώνιων φοιτητών.
Έτσι ο Απόστολος, ο Γκιόκας και εγώ αποφασίσαμε να ενεργοποιηθούμε στο σύλλογο και ένα όπλο ήταν ένα περιοδικό που εξεδώσαμε τότε , «τα φοιτητικά φύλλα» απόσπασμα του οποίου τυχαία βρήκε ο Αποστόλης σας παραθέτω περαιτέρω για χάρη της συγγραφικής μου ιστορίας. Μία μέρα συνάντησα και τα κορίτσια που έμεναν στην βίλλα επάνω εγώ ξυπνούσα πρωί και πήγαινα στο πανεπιστήμιο, αυτές μάθαιναν γερμανικά και κρατούσαν κάποιο κρέας (είχαν ξεμείνει από λεφτά και ήθελαν να μαγειρέψουν) και έλεγε η μία στην άλλη ότι δεν μπορούσαν αν το κόψουν μιας και δεν είχαν ξανακόψει ποτέ και τους λέω εγώ μην ανησυχείτε ρε κορίτσια εγώ θα σας το κόψω. Και ανέβηκα επάνω στην κουζίνα και όχι μόνο το έκοψα αλλά το μαγείρεψα κιόλας και φάγαμε στο αρχοντικό τους επάνω που μου θύμισε το σπίτι μας στη Χίο που ήταν το αργέντικο στο οποίο μέναμε από το 1822 μέχρι το 1989. Το οποίο είχε πύργους μέσα και το ένα μπάνιο ήταν φτιαγμένο από ένα κομμάτι μάρμαρο από κάθε νησί, από όλη την Ελλάδα. Τα κορίτσια με έβλεπαν σαν επαρχιώτη, παπούτσια , ρούχα κλπ, τότε ο σκοπός μας ήταν οι σπουδές, ενώ αυτές ήταν ντυμένες σαν μανεκέν, τίποτα δεν ταίριαζε, τους είπα ότι είμαι από τη Χίο και με ρώτησαν κάποιος Χιώτης που έχει περάσει τόσα πολλά μαθήματα ποιος είναι? Και τους απάντησα ότι ήμουν εγώ, εκείνες με ρώτησαν έκπληκτες, γιατί δεν τους είχα πει τίποτα για μένα,(ειλικρινά πάντα ήμουν χαμηλών τόνων αλλά όταν ήθελα να πετύχω κάτι έβαζα την πηκτική που υπηρεσία που έλεγε ο Δόμβρος,)άλλαξαν αμέσως συμπεριφορά και τους έφυγε το σύμπλεγμα ανωτερότητας γιατί είχαν περάσει μόνο ένα μάθημα συνδυασμό χρωμάτων στην αρχιτεκτονική. Σίγουρα σας έπρηξα με αυτά που έγραψα, την ιστορία μου για τους φοιτητάρες του Βοριά, άλλοι από αυτούς πήρανε δίπλωμα, άλλοι όχι ανεξάρτητα όμως από αυτό, αυτοί συνέδεσαν την Ελλάδα με την Ευρώπη και βοήθησαν την χώρα μας να συνέλθει από εκεί που την είχαν ρίξει οι ξένοι εισβολείς και τα μαλώματα με τους αδερφούς μας.
Σήμερα οι φοιτητάρες του Βοριά με δίπλωμα ή όχι έχουν, είχαν σημαίνοντες θέσεις στην ελληνική κοινωνία , καθηγητές πανεπιστημίου, γενικοί διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων, υπουργοί, επιστήμονες, επαγγελματίες κλπ.
Όλοι κάτι πήραμε και μεταφέραμε από μία ανεπτυγμένη χώρα και έχοντας το DNA της προσαρμοστικότητας και της προόδου στο εξωτερικό εκεί μου μετράει πολύ το τι μπορείς να κάνεις και όχι από πού κατάγεσαι εκεί πήραμε τη σφαιρική εμπειρία της ζωής και εκεί παλέψαμε στη ζωή μόνοι χωρίς τους δικούς μας κοντά και αυτό μας έδωσε εφόδια στην περαιτέρω ζωή μας. Δουλέψαμε σε τουβλάδικα οχτώ ώρες πίσω από την πρέσα, να στοιβάζεις τα τούβλα, να σε κυνηγάει η μηχανή και εκεί καταλάβαμε την αξία του ανθρώπινου μόχθου και τι σημαίνει το χρήμα. Πενήντα σελίνια οχτώ ώρες γύρω στα δέκα χιλιάδες τούβλα.
Ακόμα και η παρέα του ψηλού και χοντρού πόκερ που σύχναζε στο καφέ Europa όλοι πήραν σημαντικές θέσεις στη Γερμανία.
Όταν ξεκινήσαμε την εταιρεία μας στην Ελλάδα με τον Μιχάλη τον Γκιόκα, ψιλοαντιπροσωπεύαμε μία μεγάλη εταιρεία την Thyssen στην Γερμανία, τα γραφεία μας δυο δωμάτια, ένα δανεικό τηλέφωνο και ένα telex, στα καλά καθούμενα λαμβάνουμε ένα telex από Thyssen και μας λένε ότι έρχονται υψηλά στελέχη της εταιρείας για να αξιολογήσουν μία μεγάλη επένδυση στην Ελλάδα και θέλουν να τους κλείσουμε ένα ολόκληρο όροφο σε ένα ξενοδοχείο.
Κλείσαμε αν θυμάμαι καλά στο Ledra Marriot και πήγαμε με τον Μιχάλη να τους παραλάβουμε από το αεροδρόμιο, εγώ τότε είχα φέρει ένα σεβρολέτ άσπρο από την Αμερική(είχα αγοράσει ένα καπέλο σοφέρ και πήγα καμία εικοσαριά νύφες των φίλων και γνωστών στην εκκλησία) και έρχεται μία αποστολή με 5 άτομα, τους συναντάμε και μας ρώτησαν πως θα τους πάμε, και απάντησα ότι έχουμε το αυτοκίνητο και ο αρχηγός της αποστολής με ρώτησε που είναι ο οδηγός και το μερσεντές, βρήκαμε ένα ταξί μερσεντές και το αυτοκίνητο μου και λένε θα μας πάτε πρώτα να δούμε τα γραφεία σας. Προσπαθήσαμε να το αποφύγουμε αλλά ο αρχηγός της αποστολής επέμενε να τα δει. Μπήκαμε μέσα στα γραφεία μας ήταν τότε στη Σωτήρος Διός αρχίζει ο επικεφαλής να μας βρίζει και να μας φωνάζει στα γερμανικά τι άσχετοι είστε εσείς πως μπορεί με τέτοια γραφεία και τέτοια αυτοκίνητα να υποδέχεστε ανθρώπους της Thyssen? Ότι του φέραμε δεν του άρεσε.
Μετά λοιπόν από όλες αυτές της ιστορίες ο αρχηγός της αποστολής που ήταν το νούμερο 2 της Thyssen λέει στον Μιχάλη στα ελληνικά ρε σπασίκλα που ήρθες μία φορά να παίξεις μαζί μας χαρτιά στο καφέ europa και έχασες και έφυγες εμένα δεν με θυμόσαστε? Εσείς είσαστε οι σπασίκλες που διαβάζετε. Εγώ είμαι από την παρέα των τσίπιδων, του πόκερ το καφέ Europa (υπήρχε και χοντρό πόκερ) όλοι εμείς έχουμε πάρει χοντρές θέσεις, πάρε χαρτί και γράφε πχ ο Τάκης δντης εδώ κλπ, εγώ γνώρισα σε ένα καρέ πόκερ τον πρόεδρο της Εταιρείας. Αγκαλιαστήκαμε και οι υπόλοιποι Γερμανοί μας κοιτούσαν καλά καλά, τελικά η δουλειά δεν έγινε.
Γιατί παίζει μεγάλο ρόλο η κοινωνικότητα των ανθρώπων και σίγουρα οι άλλες ικανότητες. Αυτοί ανέβηκαν πολύ ψηλά διότι εκτός από το πόκερ που έπαιζαν ήξεραν πώς να ρισκάρουν, πώς να μπλοφάρουν. Είχαν μία σφαιρική γνώση της ζωής φυσικά είχαν βάσεις τεχνικές αλλά αυτές ήταν δευτερευούσης σημασίας μπροστά στην κοινωνικότητα.
Όλοι μας νοσταλγούμε τα ηρωικά εκείνα χρόνια, τότε που η ορμή της νιότης και την άγνοιας γινότανε μπουλντόζα και ισοπέδωνε όλα τα εμπόδια μία τέτοια ψυχολογία και ορμή χρειάζονται οι νέοι μας σήμερα οι οποίοι έχουν πολύ καλύτερες βάσεις και εχέγγυα από εμάς.
Αν η κρίση δεν τους σκοτώσει θα τους βγάλει πιο δυνατούς. Τα κλειδιά της επιτυχίας πάντα έτσι ήταν και έτσι θα είναι. Δουλειά δουλειά, σκοπός, οργάνωση, πρόβλεψη προπαντός πείσμα, το δάσος και όχι το δέντρο και κάθε επιτυχία να την βλέπουμε σαν ευκαιρία, να έχουμε σκοπό, στρατηγική και τόλμη και ότι για την επιτυχία στη ζωή τα πολλά διπλώματα και οι περγαμηνές δεν είναι πανάκεια. Πάντα να υπολογίζουμε και να σεβόμαστε τους άλλους, και να ξέρετε ότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας μας στη ζωή εξαρτάται από την κοινωνικότητα μας.
Σίγουρα ο χορός είναι μεγάλη κοινωνική επαφή και διάβασμα-διάβασμα αλλά χορός και χορός γράφτηκα σε ένα αριστοκρατικό χοροδιδασκαλείο του Μίρκοβιτς για να μάθω περαιτέρω χορό και να αποκτήσω επαφή με την αυστριακή κοινωνία που μας κρατούσε τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια τις πόρτες της ερμητικά κλειστές.
Και τελειώνοντας θα κλείσω το άρθρο μου για τους φοιτητάρες του Βορρά με ένα κεφάλαιο που έχει αφιερώσει ο Απόστολος στη σελίδα 101 για να δείτε ότι όλα αυτά που γράφω για τον εαυτούλη μου έχουν γράψει και άλλοι για μένα.
Ο Αποστόλης γράφει: «Στο τέλος των μαθημάτων γινόταν ο μεγάλος χορός του αποχαιρετισμού όπου η κάθε κοπέλα είχε το δικαίωμα να μοιράσει τρία άσπρα μεταξωτά φιογκάκια, που τα καρφίτσωνε στο πέτο των τριών εκείνων καβαλιέρων που τους έβρισκε πιο συμπαθητικούς και πιο καλούς χορευτές, ο Βύρωνας γύρισε εκείνο το βράδυ στο San Peter με δύο φιογκάκια ο Στέλιος με κανένα. Το ύφος του Βύρωνα ήταν σαν τον Ροδόλφο Βαλεντίνο. Ο Στέλιος ήτανε απαρηγόρητος».
Σημειωτέον ότι ακόμα κάνω μαθήματα χορού είναι συνδυασμός γυμναστικής, φτιάξιμο κεφιού και φυσικά κοινωνικότητας.