Την τελευταία φορά που ήµουν στην Ινδία σαν τουρίστας, επισκεπτόµενος τους διάφορους ναούς και συζητώντας µε τους ξεναγούς, διαπίστωσα πολλές οµοιότητες µεταξύ της διδασκαλίας του Βούδα µε τις Χριστιανικές (δεδοµένου ότι οι κανόνες δεοντολογίας και ηθικής µοιάζουν σε όλους τους λαούς). Μάλιστα ετοίµασα και µια µικρή πραγµατεία, την οποία όµως δε µπόρεσα να δηµοσιεύσω γιατί χάθηκε στο computer… Πρόσφατα διάβασα ένα βιβλίο του Μητροπολίτου Κορέας Αµβρόσιου (Εκδόσεις Μαΐστρος) µε θέµα τις «Oµοιότητες στην εικονογραφία Χριστού & Βούδα» και κήρυγµα του πατέρα "Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου" (www.alopsis.gr/modules.php?name=Content&pa=showpage&pid=209) που αφορά περιγραφή της εικόνας γέννησης του Χριστού, τα οποία µου έδωσαν το έναυσµα και άντλησα τις περισσότερες πληροφορίες µου, για να γράψω αυτό το άρθρο.
Θα αναρωτηθεί κανείς τι κοινό µπορεί να υπάρχει σε δύο κόσµους µε διαφορετική πνευµατική και φιλοσοφική θεώρηση του κόσµου. Κι όµως, υπάρχουν µερικές οµοιότητες, γιατί η ανάγκη για λύτρωση και υπέρβαση της φθαρτότητας είναι πανανθρώπινο θρησκευτικό φαινόµενο, όπως ανέφερε και ο Πλούταρχος: «µπορείς να βρεις πόλεις χωρίς τείχη, αγράµµατους, αβασίλευτους, αχρήµατους και χωρίς θέατρα, κλπ., αλλά καµία πόλη που οι άνθρωποι να µην πιστεύουν σε κάτι, και εκεί ισχύει η θεωρία «έµφυτο το θρησκευτικό συναίσθηµα».
O Βουδισµός πρωτοεµφανίστηκε τον ΣΤ' αιώνα π.Χ., γύρω στο 560. ∆εν αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, καθώς κατά τη διάρκεια τόσων χρόνων ύπαρξής του, έχουν δηµι ουργηθεί ποικιλόµορφες σχολές, τάσεις και αιρέσεις.
O Βουδισµός είναι µια απαισιόδοξη βιοθεωρία. Σύµφωνα µε το Βουδισµό, η ζωή στην ουσία είναι πόνος και η αιτία του πόνου είναι οι επιθυµίες του ανθρώπου που µένουν πάντα ανικανοποίητες, όπως επίσης και η ίδια η δίψα για ζωή. Για να απαλλαγεί ο άνθρωπος από τον πόνο της ζωής, πρέπει να περιορίσει όσο µπορεί περισσότερο τη θέλησή του για ζωή και να ζει ασκητικά, µε αυτοσυγκέντρωση και περισυλλογή. Η κατάσταση στην οποία πρέπει να φτάνει ο άνθρωπος, είναι η «νιρβάνα», µια κατάσταση αυτοβυθισµού, γαλήνης και σχεδόν ανυπαρξίας.
Υπάρχουν, µεταξύ άλλων, τέσσερις κυριότερες αλήθειες του Βουδισµού: • Η πρώτη από τις τέσσερις ευγενείς αλήθειες, διδάσκουν ότι όλοι είµαστε υποκείµενοι σε βάσανα και πόνο. • Η δεύτερη, µας λέει την αιτία του πόνου - βάσανου. • Η τρίτη µας λέει πως µπορεί να τελειώσει αυτό το βάσανο - πόνος. • Και η Τετάρτη µας δείχνει το δρόµο, το µονοπάτι, για την κατάπαυση - την διακοπή τους.
O Βούδας δίνει έµφαση στο ότι ο δρόµος, το µονοπάτι που περιγράφει, είναι το µονοπάτι για πνευµατικό, νοερό µετασχηµατισµό.
O δρόµος που διδάσκει ο Βούδας είναι ένας τρόπος να γυρίσει - ανατρέψει τις νοσηρές ενέργειες, βασισµένες σε απληστία, µίσος, αυταπάτη σε τέτοιες που βασίζονται η γενναιοδωρία, η συµπόνια και η σοφία.
Για όσους µε γνωρίζετε, είναι κάτι που δε µου πάει, καθόλου. Έβλεπα τους µοναχούς Βουδιστές, γυµνούς, ξυπόλητους και επαίτες. Απαγορεύεται να δουλέψουν. Kάθε πρωί κατεβαίνουν από τα µοναστήρια µε ένα πιάτο και τους δίνουν ότι φαγητό έχουν οι χωρικοί. Στα µοναστήρια δε µαγειρεύουν, ούτε νοµίζω κάνουν καµία χειρονακτική εργασία. Kαµία σχέση µε το Άγιο Όρος, που όλοι εργάζονται, που τρώµε τις ωραίες φασολάδες µε την παραδοσιακή µαγειρική τέχνη… και που µας γεµίζει κατάνυξη και πνευµατικότητα.
Oι περισσότεροι από εµάς, χρόνια πάµε στις εκκλησίες, όµως ποτέ δεν ασχοληθήκαµε µε τον τρόπο που αναπαρίστανται τα διάφορα σχέδια στις εικόνες. Η αγιογραφία εκφράζει µια Θεολογία, το ίδιο και στο Βουδισµό. Έχουµε εικόνες που η ζωγραφική είναι µια πλήρης απεικόνιση της Θεολογίας, της θρησκείας τους.
Στην χριστιανική αγιογραφία υπάρχουν κανόνες άγραφοι και ωστόσο απόλυτα ακριβείς που δεν διδάσκονται θεωρητικά αλλά µεταδίδονται ως πείρα ζωής και άσκησης από τον πρωτοµάστορα στους µαθητές του. O µαθητής χειραγωγείτε σπουδάζοντας από τον δάσκαλο τη ζωή της εκκλησίας και την αλήθεια της. Νηστεύει και ασκείτε στην αυτοπαραίτηση για να είναι η εικόνα ποίηµα της εκκλησίας και όχι ατοµικό του επινόηµα. Να µπορεί να αναγνωρίσει η εκκλησία στο έργο του το πρωτότυπο της αλήθειας της.
Η τεχνική των εικόνων µένει ακατανόητη δίχως την λειτουργική βίωση των εικόνων. Το παράδοξο είναι ότι η υποταγή του καλλιτέχνη στους δεδοµένους εικονογραφι κούς τύπους δεν περιορίζει την δηµιουργική του έµπνευση και πρωτοβουλία. ∆εν είναι ένα είδος λογοκρισίας και πνευµατικού ευνουχισµού. Αντίθετα αποδεικνύεται και η προσωπική ετερότητα του καλλιτέχνη (Χρήστος Γιανναράς «Ελευθερία του Ήθους», εκδόσεις Ίκαρος).
O πατέρας Κωνσταντίνος αναλύει µια εικόνα της Γέννησης του Χριστού: Π.χ. Το σκότος της εικόνας και η σκιά του θανάτου, δηλ. στον κόσµο που γεννήθηκε ο Χριστός. Τα δύο ζώα, τα άλογα, όντα τα οποία εκφράζουν τους εξ εθνών και εξ Ιουδαίων Χριστιανούς και οι 2 άλογοι ήξεραν την αλήθεια και δεν την ασπάστηκαν - αυτοί άλογως φέρθηκαν. (εικ.1) O Χριστός τυλιγµένος σε κάποια σουδάρια νεκρικά. Γιατί ο Χριστός γεννήθηκε για να πεθάνει για µάς, γι αυτό εικονίζεται σε φάτνη-φέρετρο. Η Παρθένος έχει πάντοτε στο κεφάλι της και στην πλάτη της τρία oχτάκτινα αστεράκια. Τα τρία αυτά δηλώνουν ότι η Παναγία ήταν Παρθένος προ και µετά τον τόκο. Τα οχτάκτινο των αστεριών συµβολίζει το µυστήριο της όγδοης µέρας και ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσµο σε επτά ηµέρες. Την έβδοµη ο άνθρωπος απέτυχε. O Θεός εγκαινιάζει δια του έργου Της Θείας Oικονοµίας (το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσµου) για αυτό η Παναγία συµµετέχει σε αυτό, δηλαδή είναι διάκονος στο µυστήριο αυτό καθώς και ο Ιωσήφ. Oι Άγγελοι µε κορδέλες είναι δείγµα του αµετάπτωτου από την αµαρτία. Η κορδέλα δηλώνει το µάζεµα του νου, το οποίο είναι αφηρηµένο µέγεθος της λέξης «νους» και όχι απλά εγκέφαλος. Όσοι είναι στο κέντρο µιας πράξεως λειτουργικής, είναι και στο κέντρο της εικόνας, ενώ όσοι υπηρετούν το µυστήριο είναι αυτοί στα άκρα. Από τον 1ο αιώνα µ.Χ., για τη λατρευτική εξυπηρέτηση των πιστών, άρχισε να αναπαρίσταται ο ιστορικός Βούδας (Siddhartha Gautana), ο οποίος γεννήθηκε στην πόλη Kapilavastu, στους πρόποδες των Ιµαλαΐων περί το 560 π.Χ. και πέθανε ίσως το 480 π.Χ., µε τη µορφή την οποία είχε, όπως πιστεύεται στην τελευταία του ενσάρκωση του, ενώ νωρίτερα δηλωνόταν η παρουσία του µόνο µέσω συµβόλων.
Έλληνας Βούδας (Αθηνά, Νεφέλη 1984). Oι Έλληνες έζησαν, έδρασαν και δηµιούργησαν στην Ινδία µέχρι που προσαρµόστηκαν και απορροφήθηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Προσέφεραν πολλά στο Βουδισµό, όπως ιδέες, ιεραποστόλους, µοναχούς και δασκάλους. Του πρόσφεραν έναν ιερό Βασιλέα, την πρώτη µορφή του Βούδα. O εν λόγω βασιλιάς είναι ο Μένανδρος (Milinda σε ινδική παραφθορά). Ασφαλώς η µεγαλύτερη Ελληνική επίδραση σηµειώθηκε στην εποχή του Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του.
Αν προσέξει κανείς τους αρχαιοελληνικούς κούρους (αρχαία αγάλµατα νέων µε Αιγυπτιακές επιδράσεις του 6ου π.Χ. αιώνα), θα βρει οµοιότητες µεταξύ Kούρων και Βούδα, τόσο στα χαρακτηριστικά του προσώπου όσο και στην κυµατιστή κόµµωση. (εικ.2)
Oµοιότητες της µορφής του Βούδα, υπάρχουν επίσης και µε τη µορφή του Απόλλωνα, του Θεού του φωτός κατά την Ελληνική µυθολογία, ίσως λόγω της καταγωγής του Βούδα από την φυλή "Σάκυα", η οποία πίστευε ότι καταγόταν από το Θεό Ήλιο. Άλλα χαρακτηριστικά της επίδρασης της Ελληνοϊνδικής τέχνης στα αγάλµατα του Βούδα από την Γκαντάρα είναι η Ελληνική µύτη και το αδιόρατο χαµόγελο του Βούδα, το οποίο παραπέµπει στο αρχαϊκό µειδίαµα των αρχαιοελληνικών αγαλµάτων. • Έναν Βούδα που χαµογελάει και ένα άγαλµα που χαµογελάει • Η πτυχολογία του µοναχικού χιτώνα (sanghatti). • Η στάση του σώµατος µε το βάρος να στηρίζεται στο ένα πόδι. • Τα µακριά κυµατιστά µαλλιά µε το κρανιακό εξόγκωµα (ushnisha) στο επάνω µέρος της κεφαλής, το οποίο σχηµατίζεται από το πλέγµα της κόµης, σαν είδος κόµβου ή ωραίου κότσου, και ο οποίος θυµίζει τον κρωβύλο ή κόρυµβο (δηλωτικό της ιερής υπόστασης της µορφής) του Έλληνα Θεού του Ήλιου, σύµβολο της ιερής σοφίας.
Το ίδιο συµβαίνει και µε τους Μποντισάτβες (Bodhisattva), που είναι τα όντα που βρίσκονται καθ'οδόν προς το υπέρτατο φωτισµό ή όπως αλλιώς λέγεται προς τη βουδότητα. Η πτυχολογία των ενδυµάτων τους, η κυµατιστή κόµµωση, η στάση και το ύψος τους είναι Ελληνικά. Εξάλλου ιερές µορφές από το πάνθεον το Βουδιστικό, αποκτούν πρόσωπα Ελλήνων Θεών, όπως ο Vajrapani που έχει το πρόσωπο του ∆ία, η θεά Hariti γίνεται ∆ήµητρα, κλπ.
Oι Ινδοί δεν αντιγράφουν πιστά την Ελληνική τέχνη όπως οι Ρωµαίοι. Oι Ινδοί αφοµοίωσαν τα ελληνικά δάνεια και τα ενσωµάτωσαν στη δική τους πολιτιστική και καλλιτεχνική παράδοση, όπως και ο Χριστιανισµός που έκανε πλήρη χρήση του Ελληνικού πολιτισµού στα µέσα έκφρασής του. Έτσι, στα πρώτα χριστιανικά χρόνια χρησιµοποιήθηκε η µορφή του Απόλλωνα καθώς και άλλα αρχαιοελληνικά πρότυπα, όπως π.χ. αυτή του φιλοσόφου ή του διδασκάλου ακόµη και για την αναπαράσταση του Χριστού. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι ο Καλός Ποιµήν, όπου ο Χριστός εικονίζεται µε ιδεώδη Ελληνική µορφή (ψηφιδωτό του µαυσωλείου της Galla Placidia, στη Ραβέννα).
Σε αυτό το σηµείο, θα προσπαθήσω να συνοψίσω τις οµοιότητες στην Εικονογραφία Χριστού και Βούδα… επιχειρώντας την παρουσίαση έξι (6) σηµείων: • Στα πρώτα χρόνια απουσιάζει η µορφή του Βούδα και κυριαρχεί η συµβολική παράστασή του. Παρουσιάζεται δηλ. µε συµβολικές σκηνές από τις προηγούµενες ζωές του. • Το δέντρο (bodhi) κάτω από το οποίο ο Βούδας δέχτηκε τη φώτιση. • Η (stupa) µε την οποία συµβολίζεται ο θάνατος του Βούδα. • O τροχός της αλήθειας, µε τον οποίο συµβολίζεται η διδασκαλία του Βούδα. • Oι πατηµασιές, µε τις οποίες συµβολίζεται η διάδοση της διδασκαλίας του Βούδα. • Η οµπρέλα και ο κενός θρόνος, γύρω από τον οποίο βρίσκονται οι µαθητές του, που συµβολίζει τη βασιλική καταγωγή του.
Το ίδιο απαντάµε και στην πρωτοχριστιανική εποχή, όπου κυριαρχούν οι ανεικονικές παραστάσεις του Χριστού. Είτε λόγω των απαγορευτικών διατάξεων της Παλαιάς ∆ιαθήκης, είτε εξαιτίας της απαγόρευσης της χριστιανικής λατρείας, χρησιµοποιήθηκαν σύµβολα και αλληγορικές παραστάσεις για την απεικόνιση του Χριστού, από τις οποίες οι πιο γνωστές είναι ο Καλός Ποιµήν, ο Αµνός, τα µονογράµµατα ΧΡ & Α, η Άµπελος, ο Oρφέας και ο Ιχθύς, του οποίου το ακρωνύµιο:
Ι ησούς Χ ριστός Θ εού Υ ιός Σ ωτήρ
O ιχθύς απαντάται και στο Βουδισµό, µόνο που εκεί συµβολίζει τη γαλήνη και την απόλυτη ελευθερία, καθώς και τη σπουδαιότητα της εφαρµογής των βουδιστικών αρχών και συµβολικά εκφράζει την παγκοσµιότητα των βουδιστικών αληθειών (DharmaTruths).
Επίσης ο κενός θρόνος µε τον οποίο παριστάνεται ανεικονικά ο Βούδας, έχει κοινά σηµεία µε την κενή θέση, η οποία βρίσκεται στην εικόνα της Πεντηκοστής, στην οποία ο Χριστός απεικονίζεται ανεικονίστως. Η κενή θέση στην κορυφή του τόξου της εικόνας ανήκει στην κεφαλή της Εκκλησίας, το Χριστό, ο οποίος βρίσκεται πάντοτε σύµφωνα µε την υπόσχεσή Του, αοράτως παρών και επίσης συµβολίζει την παράσταση της Ετοιµασίας του Θρόνου Του, που σηµαίνει την προσµονή της ∆ευτέρας Παρουσίας Του.
Μετά την περίοδο των συµβόλων, άρχισε η απεικόνιση των µορφών του Βούδα και του Χριστού, η οποία είναι σχεδόν πάντα δυναµικά µετωπική (en face). O µεν Βούδας, παριστάνεται πάντοτε µετωπικά µε χαρακτηριστικά στοιχεία της µορφής του, το λεπτό δυσδιάκριτο µειδίαµα, το οποίο µόλις διακρίνεται στα µισάνοιχτα χείλη και το ευσπλαχνικό ύφος του.
Στην ορθόδοξη εικονογραφία, η θέαση ολοκλήρου του ανθρωπίνου προσώπου και όχι µόνο ενός µέρους του, εκφράζει την πληρότητα και την αυθεντικότητα της ύπαρξης.
Στη Βυζαντινή αγιογραφία, ακόµη και όταν οι εικονιζόµενοι ζωγραφίζονται σε στροφή κατά 3/4 ή έχουν στραµµένη την πλάτη τους προς το θεατή, το κεφάλι τους είναι πάντα γυρισµένο προς αυτόν, ώστε να φαίνονται και τα δύο µάτια και ολόκληρο το πρόσωπο.
Στη Ρώσικη αγιογραφία δεν έχει κανείς την µαρτυρία της υπαρκτής µεταµόρφωσης του φυσικού άλλα την ίδια τη µεταµόρφωση δοσµένη σχηµατικά και δογµατικά. Υπάρχουν διαφορές από την Βυζαντινή όπως οι πτυχές τους ενδύµατος που δεν ανταποκρίνονται στην πραγµατικότητα ενός σώµατος κάτω από το ένδυµα, η στάση τους σώµατος και οι κινήσεις δεν είναι φυσικές αλλά γεωµετρικά σχηµατικές κ.α. Αυτή η αγιογραφία την κάνει πιο προσιτή στον σύγχρονο ∆υτικό κόσµο. O Ευρωπαίος την καταλαβαίνει µέσα στην δική του παράδοση σαν αποπνευµάτωση και εξαΰλωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι µόνο ο Ιούδας και οι αµετανόητοι αµαρτωλοίαπεικονίζονται σε κατατοµή (profil).
Πάντα αυτό που δεσπόζει, τόσο στις παραστάσεις του Βούδα όσο και του Χριστού, είναι το µεγάλο πρόσωπο µε τα έντονα χαρακτηριστικά του. Τα µεγάλα εκφραστικά µάτια, που είναι ο καθρέπτης της ψυχής, έχουν σηµείο αναφοράς το θεατή, και δίνουν την εντύπωση της επικοινωνίας µε το εικονιζόµενο πρόσωπο και το υπερπέραν.
Από µαρτυρίες βουδιστών διαπιστώσαµε ότι, οι πιστοί ατενίζοντας το πρόσωπο του Βούδα, νιώθουν έντονα την παρουσία του και το ευσπλαχνικό και γαλήνιο βλέµµα του, τους ηρεµεί εσωτερικά. Στην Oρθόδοξο εκκλησία, δε λατρεύουµε ΠOΤΕ αλλά προσκυνούµε τιµητικά τις εικόνες, ενώ µεταφερόµεθα νοερά στον αόρατο πνευµατικό κόσµο, δηλ. βλέποντας ο πιστός την εικόνα του Χριστού, επικοινωνεί µε το πρωτότυπο δηλ. τον ίδιο το Χριστό.
Υπάρχουν πέντε (5) Βούδες O Βούδας (Amitabha), είναι ο πλέον δηµοφιλής ανάµεσα στους άλλους τέσσερις Oυράνιους Βούδες - έχει εννέα στάσεις διαλογισµού των χεριών, και η καθεµία αντιπροσωπεύει τις εννέα βαθµίδες του παραδείσου. Η µία από αυτές τις στάσεις είναι όµοια µε αυτή του Χριστού και των Αγίων. Η στάση αυτή σχηµατίζεται µε την ένωση του αντίχειρα µε το παράµεσο δάκτυλο.
Το ίδιο φυσικά ισχύει µε την κίνηση και στάση των άλλων τριών δακτύλων, π.χ. το µικρό δάκτυλο είναι τεντωµένο σχηµατίζοντας το γράµµα της Ελληνικής αλφαβήτου Ι, ενώ ο δείκτης µε το µεσαίο δάκτυλο σχηµατίζουν το γράµµα Χ. Τα δύο αυτά µαζί, ως γνωστό σηµαίνουν Ιησούς Χριστός.
Μια άλλη στάση που συναντάται στο Βούδα και σε κάποιους Αγίους αλλά όχι στο Χριστό, είναι η στάση του «µη φοβείσθε» (Abhaya mudra). Σχηµατίζεται µε την παλάµη του δεξιού χεριού στο ύψος του στήθους και στραµµένη προς το θεατή και µε τα δάκτυλα ενωµένα και τεντωµένα. O φωτοστέφανος είναι ένα ακόµη κοινό χαρακτηριστικό στην εικονογραφία Βούδα-Χριστού.
Στο Βουδισµό υπάρχουν δύο είδη φωτοστέφανου. Ένας κυκλικός γύρω από το κεφάλι και ένας σε σχήµα φλόγας ή βάρκας πίσω από το σώµα. Και οι δύο συµβολίζουν το φως, την αύρα και τη σοφία, τα οποία πηγάζουν από το κεφάλι και το σώµα του Βούδα.
Στο Χριστιανισµό ο φωτοστέφανος, είναι σύµβολο της αγιότητας και της δόξας του εικονιζόµενου προσώπου. Στο Χριστό, ο φωτοστέφανος είναι ένσταυρος, δηλ. χαράσσεται µε διαφορετικό χρώµα Σταυρός, στα άκρα του οποίου γράφονται τα τρία γράµµατα της επιγραφής OΩΝ, δηλώνοντας έτσι ότι ο Χριστός είναι προϋπάρχον Θεός και ότι δια του Σταυρού Του πρός Θεόν πάντες ειλκύσθηµεν. Εκτός του Χριστού, φωτοστέφανο έχουν και όλοι όσοι έχουν στενή σχέση µε το Θεό ή όσοι έφτασαν στη θέοση. Ενώ στο Βουδισµό, όσοι είναι προορισµένοι για τη φώτιση, δηλ. οι µελλοντικοί Βούδες (Μποντισάτβες).
Το φόντο και η χρήση του φωτός είναι τα τελευταία κοινά σηµεία εικονογράφησης του Βούδα και του Χριστού.
Και στις δύο καλλιτεχνικές παραδόσεις άλλοτε είναι χρυσό ή κίτρινο και άλλοτε είναι βαθύ πράσινο ή χοντροκόκκινο.
Στο Βουδισµό φαίνεται πως δεν έχει µεγάλη συµβολική σηµασία. Αντιθέτως στη βυζαντινή αγιογραφία, το χρυσό ή το κίτρινο φόντο είναι το σύµβολο της αιωνιότητας ή συµβολίζει το άκτιστο φως του Αγίου Πνεύµατος. Στις βυζαντινές εικόνες, εσκεµµένα δεν υπάρχει εξωτερική πηγή φωτός, γιατί το φως είναι το θέµα… ∆ε φωτίζει κανείς τον ήλιο, ούτε όµως ακολουθάται η ευθύγραµµη διάδοσή του, για αυτό απουσιάζουν και οι φωτοσκιάσεις. Τα πρόσωπα λάµπουν από ένα υπερφυσικό-άκτιστο και όχι νατουραλιστικό φως, του οποίου χορηγός είναι ο Χριστός.
Oι Βουδιστικοί ναοί είναι κατάµεστοι από διακοσµητικά σχέδια, όπου είναι ευδιάκριτος ένας σηµαντικός αριθµός λουλουδιών, φυτών, δέντρων, ζώων, πτηνών, υπαρκτών ή µυθολογικών. Επίσης υπάρχουν και αναπαραστάσεις φυσικών φαινοµένων, όπως π.χ. κεραυνών, σύννεφων, κυµάτων, κλπ. Κοιτάγαµε στους ναούς µε πόση ευλάβεια, αυτοσυγκέντρωση και κατάνυξη προσεύχονταν οι πιστοί προς τα αντικείµενα.
Όπως η βυζαντινή διακοσµητική αφοµοίωσε στοιχεία από την προγενέστερη Ελληνορωµαϊκή εικαστική παράδοση, έτσι και η βουδιστική έχει κοινά στοιχεία µε την Ινδική, Ιρανική, Αιγυπτιακή, Ελληνική και Κινέζικη καλλιτεχνική παράδοση. Σε αυτές τις παραδόσεις, συµπληρώθηκαν µετά και διάφορα τοπικά στοιχεία λαών. Σε πολλά γεωµετρικά σχέδια της βουδιστικής τέχνης, είναι ευδιάκριτο και το σχήµα του Σταυρού, χωρίς όµως να είναι ο Χριστιανικός Σταυρός, αλλά απλά ένα διακοσµητικό σχέδιο, γεγονός που όµως προκαλεί έντονο προβληµατισµό στους Χριστιανούς.
Άξια λόγου όµως είναι και η κοινή χρωµατική αισθητική στη βουδιστική και στηβυζαντινή ζωγραφική. Και στις δύο, κυριαρχούν τα εξής τέσσερα (4) χρώµατα: Ώχρα ή χρυσό, Βαθυκόκκινο/κεραµιδί, Βαθύ µπλε / πράσινο και τα ουδέτερα, Λευκό - Μαύρο.
Στη βυζαντινή εικονογραφία, τα χρώµατα δε χρησιµοποιούνται αυθορµήτως, καθώς αποτελούν µέρος µιας συµβολικής γλώσσας, µέσω της οποίας γίνεται προσπάθεια αισθητοποίησης του αόρατου κόσµου. Π.χ. το πορφυρό (χοντροκόκκινο) στο χιτώνα του Χριστού, ο οποίος φοριέται κατάσαρκα, συµβολίζει τη θεία φύσηΤου - την οποία είχε ως προϋπάρχων Θεός (O ΩΝ) πριν από την επί της γης έλευσής Του. Αντίθετα, το κυανό στο ιµάτιο του Χριστού, το οποίο φοριέται πάνω από το χιτώνα, συµβολίζει την ανθρώπινη φύση Του - την οποία φόρεσε κατά την ενανθρώπισή Του.
Ακριβώς τον αντίθετο χρωµατισµό έχουν πάντα το εσωτερικό και το εξωτερικό µαφόριο (ένδυµα) της Θεοτόκου, για να υπογραµµισθεί η ανθρώπινη φύση της αφενός, και αφετέρου ότι αξιώθηκε να δεχθεί στη µήτρα της το πυρ της θεότητος, σωµατικώς. • Το χρυσό ή το κίτρινο (ώχρα) συµβολίζουν το άκτιστο Φως. • Το πράσινο συµβολίζει τη νεότητα και την ελπίδα και συνήθως το απαντάµε σε δευτερεύοντα πρόσωπα. • Το λευκό, συµβολίζει το φως της Αναστάσεως, τη δόξα του Θεού και την αγνότητα, ενώ… • Το µαύρο, το µυστικό βάθος, τον Άδη, το θάνατο, αλλά και την προ Χριστού εποχή. Η εικονογραφία και στις δύο καλλιτεχνικές παραδόσεις είναι σαφές ότι δεν είναι µόνο ένα διακοσµητικό στοιχείο. Απεναντίας, υπηρετεί ένα µεγάλο τριπλό σκοπό: τη λατρεία, το δόγµα και το ήθος.
Oι οµοιότητες που αναφέραµε δεν είναι ουσίας αλλά εξωτερικής µορφής και διαφορετικής σηµασιολογίας για την εικαστική τέχνη που έχει σχέση µε πολλούς άλλους παράγοντες - σαν οµοιότητες έχουν ενδιαφέρον σχολιασµού.
Σε µένα όλες οι πηγές που προανέφερα, εκτός του ότι µου έµαθαν αρκετά για το Βούδα, που σήµερα στην παγκοσµιοποιηµένη κοινωνία είχα ανάγκη να γνωρίζω τουλάχιστον τα βασικά, άλλα έµαθα αρκετά και για τις εικόνες µας και όταν πηγαίνω στην εκκλησία θα τις κοιτάω τώρα πιο προσεχτικά. Ευελπιστώ το ίδιο να κατάφερα για µερικούς από τους αναγνώστες, µια ιδέα από Βούδα και µια ιδέα από Χριστιανική εικονογραφία, θεολογία, την οποία πήρα και εγώ.