Απ᾽ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, ποτέ δεν ήμουν ενθουσιώδης θεατής του σινεμά, όπως δεν ήμουν και φίλαθλος του ποδοσφαίρου, γιατί από τα δεκαπέντε μου είχα στόχο να σπουδάσω και διάβαζα συνεχώς και επίσης, επειδή δεν είχα ασχοληθεί, δεν είχα τις απαιτούμενες γνώσεις να τα παρακολουθώ. Πήγαινα μόνο σε κάποιο καλό έργο ή σε κάποιο τελικό ποδοσφαίρου, που πήγαιναν σχεδόν όλοι. Το περιβάλλον μου, όμως, ο στενός φιλικός μου κύκλος, ήταν φανατικοί σινεφίλ. Ειδικά η παρέα των φίλων και συμφοιτητών μου στη Γερμανία, ο Απόστολος, ο Μιχάλης, ο Νώντας, ο Τάκης, ο Τάσος και μερικοί ακόμη, πήγαιναν συχνά στον κινηματογράφο, έβλεπαν όλες τις καινούργιες ταινίες και κάποιες δυο και τρεις φορές. Μάλιστα στο Schwabing, την καλλιτεχνική γειτονιά του Μονάχου που μέναμε, που ήταν κάτι αντίστοιχο της Montmartre των Παρισίων, υπήρχε ένα σινεμά που το έλεγαν TuerkenKino και αυτό λειτουργούσε συνεχώς, έκανε προβολές σχεδόν όλο το 24ωρο. Έτυχε, βέβαια, οι περισσότεροι της παρέας να έχουν πίσω τους εύπορους γονείς, που μπορούσαν να υποστηρίζουν σπουδές και διασκέδαση. Θυμάμαι έντονα ότι σε μια συζήτηση μεταξύ μας, δεν άκουσα καλά ένα όνομα και τους ρώτησα «ρε παιδιά, ποια είναι αυτή η ΦρανσουάΤρυφώ;». Ξέσπασαν όλοι σε γέλια, «Βύρωνα, δεν ξέρεις τη σεξοβόμβα, την Τρυφώ, πού ζεις;» και συνέχισαν να γελάνε δυνατά. Τελικά, αφού τελείωσε το καλαμπούρι, μου είπε ο Νώντας «δεν πρόκειται για γυναίκα και μάλιστα σεξοβόμβα, είναι ο Φρανσουά Τρυφώ, ένας από τους τρειςπρωτοπόρουςσκηνοθέτες του γαλλικούσινεμά».
Η γνωριμία μου με τον κινηματογράφο Όταν ήμουν παιδί στη Χίο, ο θείος μου ο Γιώργος, που ήταν μεγαλοράφτης, μου είπε «Βύρωνα, επειδή είσαι καλό παιδί, μια μέρα θα σε φέρουν από το Αργέντικο στην πόλη, θα κοιμηθείς στο σπίτι μου και την άλλη μέρα θα πάμε μαζί σινεμά, να δεις πώς είναι». Σε αυτόν τον θείο οφείλω μερικά πράγματα που έκανα για πρώτη φορά. Εκτός από τον κινηματογράφο, καθώς ήταν δεινόςκολυμβητής, με πήρε μια μέρα με τη βάρκα του, πήγαμε στα άπατα και εκεί με έριξε στη θάλασσα και έτσι έμαθα κολύμπι. Επίσης, με ενθάρρυνε να μάθω χορό, γιατί και ο ίδιος ήταν πολύ καλός χορευτής. Πήγαμε, λοιπόν, με τον θείο στο σινεμά και καθήσαμε μπροστά-μπροστά για να βλέπω. Και εκεί, από ό,τι μου έλεγαν αργότερα, έγινε το “σώσε”. Άρχισα να φωνάζω, «θείε, θείε, πάμε να φύγουμε, έρχονται τα άλογα πάνω μας, θα μας σκοτώσουν»...
Λίγα λόγια για την ιστορία του κινηματογράφου Ως γνωστόν, στα τέλη του 19ουαιώνα, γεννήθηκε ο κινηματογράφος, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά “κινούμενεςεικόνες” στο κοινό. Οι Γάλλοι αδελφοίΛυμιέρ (Λουί και Ογκύστ) υπήρξαν από τους βασικούς εφευρέτες: στις 28Δεκεμβρίου1895 πραγματοποίησαν στο Παρίσι την πρώτη δημόσια κινηματογραφική προβολήμεεισιτήριο, ένα γεγονός που συχνά αναφέρεται ως η επίσημη γέννηση του κινηματογράφου. Προβλήθηκαν μικρές ταινίες διάρκειας περίπου 1 λεπτού, που έδειχναν απλές σκηνές της καθημερινής ζωής (π.χ. εργάτες που φεύγουν από ένα εργοστάσιο). Το κοινό ενθουσιάστηκε – και έπαθε ό,τι κι εγώ, όταν είδε σε μια σκηνή ένα τρένο να έρχεται καταπάνω του, πολλοί θεατές τρόμαξαν και έτρεξαν προς το πίσω μέρος της αίθουσας πανικόβλητοι. Ακολούθησε ο βουβός κινηματογράφος, δηλαδή οι προβολές συνοδεύονταν συχνά από ζωντανή μουσική (π.χ. πιάνο ή ορχήστρα) για να δίνεται ατμόσφαιρα. Σε αυτή την εποχή αναδείχθηκαν οι πρώτοι αστέρες του σινεμά, όπως ο γνωστός σε όλους μας ΤσάρλιΤσάπλιν, με τον χαρακτήρα του «Σαρλό», που διασκέδαζε το κοινό παγκοσμίως χωρίς να λέει λέξη.
Η έλευση του ήχου Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 συνέβη μια επανάσταση στο μέσο: η προσθήκη συγχρονισμένου ήχου στις ταινίες. Το 1927 προβλήθηκε η ταινία TheJazzSinger («Ο Τραγουδιστής της Τζαζ»), η οποία ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία με συγχρονισμένους διαλόγους και τραγούδια.
Έγχρωμος κινηματογράφος Οι πρώτες ταινίες ήταν ασπρόμαυρες, όμως από τη δεκαετία του 1930 ξεκίνησε η εποχή του έγχρωμου κινηματογράφου. Αρχικά το χρώμα εισήχθη δειλά με διάφορες τεχνικές, αλλά το 1935 η ταινία BeckySharp έγινε η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους που κυκλοφόρησε σε πλήρη Technicolor (τριχρωμία).
Η Χρυσή Εποχή του Χόλυγουντ Την περίοδο περίπου από το 1930 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 (μετά την έλευση του ήχου) ο αμερικανικός κινηματογράφος γνώρισε αυτό που ονομάζουμε Χρυσή Εποχή του Χόλυγουντ. Τότε μεσουρανούσε το σύστημα των μεγάλων στούντιο παραγωγής: εταιρείες όπως η MGM, η Paramount, η WarnerBros. κ.ά. παρήγαν εκατοντάδες ταινίες το χρόνο σε τεράστια πλατώ με συμβόλαια αποκλειστικότητας με σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Ιταλικός Νεορεαλισμός (1940–1950) Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ευρώπη εμφανίστηκαν νέα κινηματογραφικά κινήματα που έφεραν φρέσκια ματιά. Ένα από τα σημαντικότερα ήταν ο Ιταλικός Νεορεαλισμός στη δεκαετία του 1940. Οι ταινίες του νεορεαλισμού διαδραματίζονταν ανάμεσα σε φτωχούς ανθρώπους και την εργατική τάξη, γυρισμένες στους πραγματικούς δρόμους αντί σε στούντιο, συχνά με μη επαγγελματίες ηθοποιούς.
Γαλλική Νουβέλ Βαγκ (Νέο Κύμα, 1950–1960) Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές του 1960, μια νέα γενιά Γάλλων σκηνοθετών, ο ΦρανσουάΤρυφό, ο Ζαν-ΛυκΓκοντάρ, η ΑνιέςΒαρντά κ.ά., εγκαινίασε τη Νουβέλ Βαγκ (Nouvelle Vague), δηλαδή το «Νέο Κύμα» του γαλλικού σινεμά. Η Νουβέλ Βαγκ θεωρείται ένα από τα πιο επιδραστικάκινήματα στην ιστορία του κινηματογράφου, καθώς άλλαξε τον τρόπο που γυρίζονται οι ταινίες παγκοσμίως και ενέπνευσε κινηματογραφιστές σε πολλές χώρες να τολμήσουν νέες μορφές αφήγησης.
Σύγχρονος κινηματογράφος (1970–σήμερα) Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, ο κινηματογράφος μπήκε σε μια νέα, σύγχρονη φάση με πολλές αλλαγές τόσο στο ύφος όσο και στην τεχνολογία του. Από τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, η εξέλιξη των ειδικώνεφέ απογείωσε το τι μπορούσε να δείξει μια ταινία στην οθόνη και η χρήση υπολογιστών (CGI) επέτρεψε τη δημιουργία φανταστικών κόσμων και πλασμάτων με πρωτοφανή ρεαλισμό. Σήμερα, εκτός από το Χόλυγουντ και άλλες χώρες έχουν ακμάζουσες κινηματογραφικές βιομηχανίες: για παράδειγμα, η Ινδία (Bollywood) παράγει τεράστιο αριθμό ταινιών κάθε χρόνο, ενώ η Ευρώπη, η Ασία, η ΛατινικήΑμερική κ.ά. συνεισφέρουν με σημαντικά έργα και ξεχωριστές φωνές.
Εκφραστικά μέσα Για να βγει ένα καλό έργο, όπως λέμε στο business, είναι απαραίτητο να είναι teamwork, δηλαδή αποτέλεσμα ομαδικής εργασίας. Όμως κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο ρόλο τον έχει ο σκηνοθέτης. Έργο του σκηνοθέτη είναι να αναδημιουργεί τη ζωή: την κίνησή της, τις αντιφάσεις της, τη δυναμική και τις συγκρούσεις της. Καθήκον του είναι να επεκτείνει την ιστορία πέρα από τα όρια του γραπτού κειμένου (σεναρίου) και να αποκαλύπτει κάθε λεπτομέρεια της αλήθειας που “είδε”, ακόμα κι αν δεν την αποδέχονται όλοι. Είναι αυτός που μπορεί να μεταφέρει ακόμα και ένα ποίημα στην οθόνη. Ο σκηνοθέτης πρέπει να μεταφέρει το σενάριο, να γεφυρώσει ακόμα και τον κόσμο της ποίησης με την κινηματογραφική αφήγηση και για να το πετύχει αυτό έχει στη διάθεσή του μια σειρά από τεχνικές. Κάποιες από αυτές είναι: Χρήση αφηγητή voiceover (με φωνή εκτός κάδρου). Σε αυτή την τεχνική, ακούμε έναν αφηγητή (συχνά τον ίδιο τον χαρακτήρα ή έναν ανώνυμο αφηγητή) να διαβάζει στίχους ή κείμενο, ενώ στην οθόνη βλέπουμε εικόνες που μπορεί να συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτά που ακούμε. Αφαιρετικότητα και Μη Γραμμική Αφήγηση Αφαιρετικότητα στον κινηματογράφο σημαίνει να μην δίνονται όλα τα στοιχεία της ιστορίας ξεκάθαρα ή με ρεαλιστικό τρόπο, αλλά να υπάρχουν κενά που συμπληρώνονται από τον θεατή, παρόμοια με τον τρόπο που ένα ποίημα μπορεί να αφήνει χώρο για πολλαπλές ερμηνείες. Ένας σκηνοθέτης μπορεί επίτηδες να αποφύγει την ευθύγραμμη, αναλυτική αφήγηση για να πετύχει ένα αποτέλεσμα πιο ποιητικό και υπαινικτικό. Αυτό μπορεί να γίνει με μη γραμμική αφήγηση (π.χ. διακοπτόμενη χρονική σειρά, όνειρα και αναμνήσεις που παρεμβάλλονται), ή με την απόκρυψη ορισμένων γεγονότων: αντί να δείξει τα πάντα, ο δημιουργός δείχνει αποσπάσματα και αφήνει το νόημα να αναδυθεί από το σύνολο. Συμβολική Εικόνα και Χρώμα Η χρήση συμβολισμών στην εικόνα είναι κεντρική για την απόδοση. Ένας σκηνοθέτης μπορεί να δημιουργήσει οπτικά μοτίβα, δηλαδή επαναλαμβανόμενα στοιχεία που κουβαλούν ιδέες ή συναισθήματα. Το χρώμα είναι ένα ισχυρό εργαλείο: συγκεκριμένα χρώματα μπορούν να συνδεθούν με αφηρημένες έννοιες ή να διεγείρουν υποσυνείδητα συναισθήματα. Πέρα από το χρώμα, και τα ίδια τα αντικείμενα ή εικόνες μπορούν να έχουν συμβολική σημασία. Ένας καθρέφτης που ραγίζει σε μια σκηνή μπορεί να συμβολίζει έναν διαλυμένο εσωτερικό κόσμο· ένα πουλί που πετάει ελεύθερο μπορεί να εκφράζει τη λύτρωση της ψυχής· ένας συγκεκριμένος τόπος που εμφανίζεται επανειλημμένα μπορεί να εκπροσωπεί την πατρίδα ή τη μνήμη. Μοντάζ και Ρυθμός Μέσω του μοντάζ (τη διαδοχή και το κόψιμο των πλάνων, τη “συναρμολόγηση”), ο σκηνοθέτης μπορεί να δημιουργήσει συσχετισμούς ιδεών και συναισθημάτων, τοποθετώντας εικόνες πλάι-πλάι έτσι ώστε να γεννηθεί μια νέα σημασία – ακριβώς όπως η τοποθέτηση δύο λέξεων δίπλα-δίπλα σε ένα ποίημα μπορεί να παράγει μεταφορά. Φωτισμός και Ήχος Τα οπτικοακουστικά εργαλεία του κινηματογράφου, όπως ο φωτισμός και ο ήχος, παίζουν επίσης κρίσιμο ρόλο. Ο φωτισμός –οι σκιές, το ημίφως, το έντονο ή απαλό φως– μπορεί να δημιουργήσει συμβολική ατμόσφαιρα. Ένα απαλό, διάχυτο φως μπορεί να δώσει νοσταλγικό τόνο (σαν παλιά ανάμνηση), ενώ τα σκοτεινά πλάνα με έντονες σκιές δημιουργούν δραματική, στοχαστική διάθεση. Ο ήχος και η μουσική αποτελούν την ακουστική διάσταση στην ταινία. Η μουσική επένδυση μπορεί να ενισχύσει το συναίσθημα ή να δημιουργήσει αντιθέσεις. Ένα λιτό πιάνο ή ένα έγχορδο μελωδικό θέμα ίσως εκφράσει τη μελαγχολία, ενώ αντίστοιχα ένας ήχος από καμπανάκια ή ψίθυροι μπορεί να δώσουν μια ονειρική ποιητική ποιότητα. Ακόμα και η σιωπή είναι εργαλείο: σε στιγμές χωρίς καθόλου ήχο, ο θεατής “βουτά” στην εικόνα, όπου κάθε λεπτή κίνηση αποκτά σημασία. Το κοινό είναι συνηθισμένο σε ταινίες με υπόθεση, δράση, χαρακτήρες και το απαραίτητο “χάπυεντ” και συνήθως αναζητά αυτά τα οικεία του στοιχεία. Όμως, υπάρχουν και ταινίες υψηλούεπιπέδου, που είναι σαν ποίημα και πρέπει ο θεατής να αφήσει τη φαντασία του ελεύθερη να ταξιδέψει, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ποίηση. Αυτές οι ταινίες οδηγούν στην αφύπνιση της σκέψης και της συνείδησης και σε κάνουν να τις ζεις – θυμηθείτε εδώ τις ταινίες που έχετε κλάψει. Είναι συνήθως όσες θέλει να τις βλέπει ο θεατής παραπάνω από μία φορές.
Μια ξεχωριστή εμπειρία Σχεδόν κάθε άρθρο που γράφω έχει ένα έναυσμα, μια αφετηρία, που συνήθως έχει άμεση σχέση με την επικαιρότητα. Έτσι και αυτό ξεκίνησε από ένα φίλο της οικογένειάς μας, που δειλά δειλά άρχισε να γράφει το σενάριο μιας ταινίας μικρού μήκους, που μετά από δύο τρία χρόνια κατέληξε να γίνει σενάριο ταινίας μεγάλου μήκους, και τώρα ήδη γυρίζεται. Με αυτό το γεγονός ως αφορμή, αποφάσισα να γράψω για τον κινηματογράφο, αφενός για να μάθω περισσότερα και αφετέρου να μοιραστώ με τους αναγνώστες της εφημερίδας ορισμένες πληροφορίες που πιθανόν να μη γνωρίζουν. Ως συνήθως, ξεκίνησα με τη μελέτη ενός σχετικού βιβλίου, ίσως του πιο σπουδαίου. Πρόκειται για το Σμιλεύοντας το χρόνο του Αντρέι Ταρκόφσκι και συνέχισα με πληροφορίες από το διαδίκτυο. Παράλληλα, μου δόθηκε η ευκαιρία να βρεθώ σε κάποια γυρίσματα της ταινίας που προανέφερα και δεν σας κρύβω ότι πλέον οτιδήποτε αφορά τον κινηματογράφο το βλέπω με διαφορετικό μάτι και μονολογώ «Α, ρε Νώντα, πού είσαι τώρα να συζητήσουμε για σινεμά...». Το να βρεθώ στα γυρίσματα μιας ταινίας, ήταν για μένα κάτι εντελώς ανέλπιστο. Ομολογώ ότι βρέθηκα σε εντελώς “ξένα χωράφια” και κάθε φορά έφευγα μπερδεμένος, μη μπορώντας να εξηγήσω περί τίνος πρόκειται. Τελικά το πήρα απόφαση, την ταινία θα την καταλάβω όταν τη δω στην οθόνη του κινηματογράφου. Τι εννοώ: Παρακολούθησα τα γυρίσματα δύο σκηνών. Στην πρώτη, ένας ψαράς ξεφόρτωνε τελάρα με ψάρια και χταπόδια από το καΐκι του. Για να δείξουν ότι ήταν ζωντανά, ήθελαν να φαίνεται ότι το χταπόδι κινείται. Ε, λοιπόν, το γύρισμα μιας απλής σκηνής, κράτησε τέσσερις ώρες και ο ψαράς έκανε την ίδια κίνηση τριάντα φορές, μέχρι να πετύχουν αυτό που ήθελαν. Σημειωτέον ότι στην ταινία η συγκεκριμένη σκηνή θα κρατήσει λιγότερο από ένα λεπτό. Επίσης, μία άλλη σκηνή, με ένα αγόρι δεκαπέντε ετών, που του είχαν βάλει βαρίδια για να βυθιστεί στη θάλασσα και να βρει κάτι στο βυθό, την επανέλαβαν πολλές φορές για μερικές ώρες, το παιδί πάγωσε γιατί το νερό ήταν κρύο και τελικά αποφάσισαν να την ξαναγυρίσουν γιατί δεν ικανοποιήθηκαν από το αποτέλεσμα. Εν τω μεταξύ, εντυπωσιάστηκα γιατί με την ψηφιακή τεχνολογία, μπορούν να γυρίζουν, ας πούμε, τον Τιτανικό και να τραβούν εικόνες με ένα μοντέλο του Τιτανικού σε μία πισίνα. Πάντα είχα την απορία γιατί στο τέλος των ταινιών υπάρχουν τόσα ονόματα συμμετεχόντων. Παρακολουθώντας αυτά τα λίγα γυρίσματα έλυσα την απορία μου: για κάθε σκηνή δουλεύει ένα πλήθος ανθρώπων όταν γυρίζεται, αλλά και αφού τελειώσει δουλεύουν στο μοντάζ κάμποσες ώρες για να κρατήσουν τις καλύτερες εικόνες. Τώρα λοιπόν, ξέροντας έστω αυτά τα ελάχιστα, πώς να μη δικαιολογήσω όλο αυτό το “σεντόνι” με ονόματα στο τέλος κάθε ταινίας και επίσης, πόσο δύσκολο και κοστοβόρο είναι να γυριστεί μια ταινία που “να βλέπεται”.
Εν κατακλείδι, περί τέχνης Ο μεγάλος Αντρέι Ταρκόφσκι αναρωτιέται: «Γιατί υπάρχει η τέχνη; Ποιος τη χρειάζεται; Την έχει πράγματι ανάγκη κανείς; Γίνεται σαφές ότι σκοπός κάθε τέχνης είναι να εξηγήσει στους ανθρώπους για ποιο λόγο εμφανίστηκαν σε αυτόν τον πλανήτη ή τουλάχιστον να τους θέσει το ερώτημα». Και ο ίδιος απαντά με σοφό, κατά τη γνώμη μου, τρόπο: «Η τέχνη, όπως και η επιστήμη, είναι μέσο για να αφομοιώσουμε τον κόσμο, αποτελεί εργαλείογνώσης του κόσμου στη διαδρομή των ανθρώπων προς την “απόλυτηαλήθεια”. Η τέχνη γεννιέται και στεριώνει εκεί που υπάρχει ακόρεστη δίψα για το πνευματικό, το ιδεώδες· μια δίψα που οδηγεί τους ανθρώπους στην τέχνη [...] Ο κινηματογράφος είναι η μόνη μορφή τέχνης όπου ο θεατής μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του δημιουργό μιας απεριόριστης πραγματικότητας, ενός κυριολεκτικά δικού του κόσμου [...] Η ταινία είναι συναισθηματική πραγματικότητα και μ᾽ αυτή την ιδιότητα τη δέχεται το κοινό σαν δεύτερη πραγματικότητα [...] Εφόσον η τέχνη αποτελεί έκφραση των πόθων και των ελπίδων του ανθρώπου, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ηθική εξέλιξη της κοινωνίας. Η τέχνη εξευγενίζει τον άνθρωπο με την ύπαρξή της και μόνο· δημιουργεί τους άυλους δεσμούς που μεταβάλλουντην ανθρωπότητα σε κοινότητα, σε ηθική ατμόσφαιρα όπου μπορεί να βλαστήσει και να ανθήσει πάλι η τέχνη». Πηγές: Αντρέι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1987, Μπαρμπα-Google