Σύντομη επιστροφή στα παλιά Αυτό το άρθρο έχει μια μεγάλη ιστορία πίσω του. Το θέμα του με απασχολεί από το μακρινό 1956, αλλά τα στοιχεία μου ήταν πενιχρά και πολύ δύσκολο να βρω περισσότερα, γι᾽ αυτό συνεχώς ανέβαλλα τη συγγραφή του. Όπως έχω γράψει και παλαιότερα έχω σπουδάσει για το προδίπλωμά μου στο πανεπιστήμιο του Γκρατς και για το δίπλωμά μου στο πολυτεχνείο του Μονάχου.
Ήταν τα χρόνια, μετά την κατοχή, που ήταν δύσκολο να έχει κανείς χρήματα για σπουδές στο εξωτερικό, γι᾽ αυτό και ορισμένοι που τα οικονομικά μας δεν ήταν ανθηρά, ψάχνοντας για πρόσθετο εισόδημα, κάναμε διάφορες μικροδουλειές, πηγαίναμε κομπάρσοι στις όπερες, κάναμε baby sitting, δουλεύαμε σε εργοστάσια. Έτσι και εγώ τότε σκέφτηκα να πάω στη Βιέννη για να προωθήσω τα παραδοσιακά γλυκά της Χίου, και μερικά μπουκάλια ανθόνερο και ροδόσταμο. Ο φίλος και συμφοιτητής μου ο Απόστολος, πρώτος καλοφαγάς, σιγομουρμούριζε πριν φύγω για τη Βιέννη: «Πού τα πας, μωρέ αυτά; Αυτά είναι τιμαλφή. Άφησέ τα εδώ να τα φάμε να ευχαριστηθούμε. Αυτοί που τα πας, θα στα φάνε και δεν θα κάνεις τίποτα!».
Δεν τον άκουσα, φυσικά, και ξεκίνησα για την πρωτεύουσα της Αυστρίας. Όταν έφτασα εκεί, ως μέλος του ΣυλλόγουΕλλήνωνφοιτητών στο Γκρατς, πήγα στον αντίστοιχο ΌμιλοΕλλήνωνφοιτητών και επιστημόνων της Βιέννης, συνάντησα πολλούς συμπατριώτες φοιτητές και αυτοί μου σύστησαν κάποιους εμπόρους Αυστριακούς που πιθανόν να τους ενδιέφεραν τα γλυκά μου. Πράγματι, τους συνάντησα και τους μίλησα για τα περίφημαχιώτικαγλυκάκουταλιού, και για τα φυσικάεκχυλίσματα, το ροδόσταμο και το ανθόνερο. Αρχικά, φάνηκαν να ενδιαφέρονται, για την ακρίβεια ενθουσιάστηκαν και μου έδωσαν ελπίδες ότι θα τα προωθήσουν.
Γύρισα στο Γκρατς με αναπτερωμένο ηθικό, ότι η πρώτη επιχειρηματική μου προσπάθεια θα πετύχει. Δεν πέρασε καλά-καλά ένας μήνας και έλαβα δύο επιστολές από τους εμπόρους που είχα αφήσει τα προϊόντα μου. Ο πρώτος μού έγραφε «Λυπάμαι, αλλά αυτά δεν μπορούμε να τα προωθήσουμε στην αγορά». Ο δεύτερος, πιο ευγενικός και ειλικρινής, μου έγραφε «Δεν πιστεύουμε ότι θα πουληθούν στην αγορά μας, παρότι σε μένα και τους συνεργάτες μου άρεσαν πολύ». Δηλαδή, τα γλυκά μου τα έφαγαν και εγώ είχα την πρώτη εμπορική μου αποτυχία, συν την γκρίνια του Απόστολου που το φυσούσε και δεν κρύωνε ότι έχασε μέσα από τα χέρια του τέτοιο θησαυρό. Παρεμπιπτόντως, στο δωμάτιο που νοίκιαζε ο Απόστολος, η σπιτονοικοκυρά του στο επάνω μέρος της ντουλάπας του, αποθήκευε τα βαζάκια με τις μαρμελάδες που έκανε από τα φρούτα του κήπου της. Ο Απόστολος τα έβλεπε ότι υπήρχαν εκεί και ότι η σπιτονοικοκυρά κάθε λίγο ανέβαινε, έπαιρνε ένα βάζο, άφηνε το άδειο ή έφερνε άλλα γεμάτα και κάθε φορά τη “λιβάνιζε”: «Την κακούργα, πανάθεμά την, δεν μου έχει πει ποτέ πάρε ένα βαζάκι, ούτε μια κουταλιά δεν μου έχει προσφέρει». Τα ᾽λεγε, τα ξανάλεγε, μέχρι που αποφάσισε να δράσει μόνος του. Μια φορά στα τόσα, ανέβαινε σε μια καρέκλα, έπαιρνε από τα πιο πίσω ένα γεμάτο βάζο και όταν το έτρωγε, το έπλενε και το ξανάβαζε στη θέση του. Κάποια στιγμή, η “κακούργα” κάτι υποπτεύθηκε και του το είπε πλαγίως «μήπως Herr Απόστολος κάποιος από σας έχει πάρει κανένα βαζάκι από εδώ;». «Μάλλον θα αστειεύεστε, εμείς τρώμε μόνο γλυκά του κουταλιού, αυτά τα λιωμένα τα δικά σας δεν τα αγγίζουμε καν» της απάντησε αυτός και η συζήτηση τελείωσε εκεί. Πριν φύγω από τη Βιέννη, συζητώντας με έναν φοιτητή κάπως πιο “κουλτουριάρη” τον ρώτησα «Πώς σας βλέπουν εδώ οι Αυστριακοί;». Μου είπε «σχετικά καλά, παρόλο που έχουμε και εμείς Έλληνες εργάτες εδώ –εννοούσε τους ανειδίκευτους μετανάστες από την Ελλάδα, τους γκάσταρμπαϊτερ– δεν μας κοιτάζουν και πολύ αφ᾽ υψηλού, δεδομένου ότι εδώ έζησε και ο Σίνας».
Εντυπωσιάστηκα, γιατί εμείς δεν είχαμε ιδέα. Μάλιστα, επειδή τότε αρθρογραφούσα στο Γκρατς και αργότερα στο Μόναχο στο περιοδικό του ελληνικού συλλόγου, προσπαθούσα να βρω θέματα που να ανυψώνουν το ηθικό μας και να αναδεικνύουν την αξία μας, γιατί αυτοί είχαν μεν κλασική παιδεία και παραδέχονταν τους αρχαίους Έλληνες, αλλά εμάς τους νεοέλληνες μας έβλεπαν σαν τριτοκοσμικούς. Μην ξεχνάτε ότι ζούσαμε σε μια Γερμανία που παρά το ότι λίγα χρόνια πριν είχε χάσει έναν ΠαγκόσμιοΠόλεμο, εντούτοις είχε σταθεί στα πόδια της και έχτιζε αυτό που αργότερα χαρακτηρίστηκε οικονομικόθαύμα. Η απόσταση που χώριζε το βιοτικό επίπεδο των Γερμανών από το δικό μας, στην πατρίδα, ήταν μεγάλη και θυμάμαι ότι εμείς οι Έλληνες προσπαθούσαμε να προβάλουμε τις αρετές και τα χαρακτηριστικά του λαού μας και να αντιπαρέλθουμε την υπερηφάνεια των Γερμανών συμφοιτητών μας. Τότε είχα πλάσει έναν ήρωα, που του είχα δώσει τον αγγλογερμανικό τίτλο ευγενείας Mr Herrmann, και τον χρησιμοποιούσα όταν ήθελα να απευθυνθώ σε Ευρωπαίους και με έμμεσο τρόπο να τους πω όσα ήθελα. Μέχρι να ακούσω για τον Σίνα, είχα γράψει στον Mr Herrmann μόνο για τον μεγάλο Έλληνα μαθηματικό και δάσκαλο του Αϊνστάιν, τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή. Έψαξα τότε να βρω πληροφορίες για τον Σίνα, αλλά ήταν δύσκολο και το εγκατέλειψα. Όμως, στο μυαλό μου υπήρχε, και αρκετά χρόνια μετά, όταν επέστρεψα στην Ελλάδα από την Αμερική, ρώτησα έναν συνεργάτη μου ναυπηγό, το Νίκο, που είχε σπουδάσει στη Βιέννη, αν έχει ακούσει κάτι για τον Σίνα και αυτός μου απάντησε «ναι, κάτι έχω ακούσει», έτσι ελαφρά. Ξεκίνησα και τότε να γράφω, αλλά πάλι σκάλωσα στην έλλειψη πληροφοριών που μαζί με την έλλειψη χρόνου ματαίωσαν την προσπάθειά μου. Σκέφτηκα, λοιπόν, τώρα ότι οφείλω να γράψω ένα άρθρο για τους ευεργέτες, μιας και μετά λύπης μου διαπίστωσα πόσο, ας πούμε, αγνώμονες είμαστε σε αυτούς τους ανθρώπους. Και λέω είμαστε, συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό μου, αφού στο δημοτικό σχολείο φοίτησα σε δύο πανέμορφα πέτρινα κτήρια, το ένα δωρεά του Ροδοκανάκη και το άλλο κάποιου που το όνομά του δεν μας το ανέφεραν ποτέ. Επίσης, στο περίφημο γυμνάσιο της Χίου που πήγαινα, ποτέ δεν μας ανέφεραν ότι το είχε δωρήσει ο μεγάλος ευεργέτης ΑνδρέαςΣυγγρός, ούτε θυμάμαι να είχαμε κάνει μια γιορτή για να τους τιμήσουμε. Πιθανόν, βέβαια, τότε να μη δινόταν μεγάλη σημασία, γιατί σχεδόν όλα, σχολεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, τα έχτιζαν και τα συντηρούσαν με δωρεές, και ίσως αυτός να ήταν ένας λόγος που δεν έκαναν ιδιαίτερες αναφορές. Η Ελλάδα και ειδικά το νεοσύστατοελληνικόκράτοςστηρίχτηκεστουςεθνικούςευεργέτες και σε πολλούς άλλους, γνωστούς και αγνώστους, αλλά και μέχρι σήμερα πολλά έργα γίνονται από δωρεές (Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ), Ίδρυμα Ωνάση και διάφορα άλλα).
Έτσι άρχισα να ερευνώ στο διαδίκτυο και αγόρασα και κάποια σχετικά βιβλία. Μεταξύ αυτών, το αξιόλογο βιβλίο του Χρήστου Μπουτάτου Οι Μεγάλοι Ευεργέτες της Ελλάδας, στο οποίο με μεγάλη μου έκπληξη διάβασα για τις δυναστείες των ευεργετών Σίνα και Δούμπα στη Βιέννη, για τους οποίους δεν είχαμε ακούσει σχεδόν τίποτα, παρόλο που σπουδάζαμε στην Αυστρία. Στον πρόλογο του βιβλίου του ο Χρήστος Μπουτάτος γράφει ότι οι εθνικοί ευεργέτες δημιούργησαν προσωπική περιουσία εκτός Ελλάδος και όχι μόνο έφεραν τα χρήματά τους εντός Ελλάδος, αλλά τα χάρισαν στο ελληνικό Δημόσιο. Αναφέρει περισσότερους από πενήντα, με πρωτοστάτες τους Ηπειρώτες. Το μοντέλο σχεδόν όλων είναι ότι ξεκίνησαν από φτωχέςοικογένειες, ήταν στην πλειονότητά τους αυτοδημιούργητοιέμποροι, που και όταν ακόμη είχαν προκόψει οικονομικά και κοινωνικά, συνέχιζαν να εργάζονται και να ζουνλιτά δίχως περιττές πολυτέλειες και προκλητικές επιδείξεις. Ορισμένοι έγιναν τραπεζίτες και βιομήχανοι και έφτασαν στο σημείο να δανείζουν ολόκληρα κράτη και αυτοκρατορίες και να παίζουν σημαντικό ρόλο στο διεθνές γίγνεσθαι της εποχής τους. Πρόσφατα παρακολούθησα μια ταινία για τον αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας. Σε μια σκηνή του έργου ήρθε κάποιος από τους συνεργάτες του αυτοκράτορα και του είπε «γνωρίζω τη φίλη του Σίνα, θέλεις να της μιλήσω να πει στον Σίνα να μας εγκρίνει το δάνειο;». Ήταν στο τέλος της αυτοκρατορίας, προσπαθούσαν να βρουν χρήματα για να αντισταθούν στο Ναπαλέοντα και είχαν κάνει αίτηση για δάνειο από τον Σίνα.
Οι Έλληνες της Βιέννης Μετά την δεύτερηπολιορκία της Βιέννης από τους Οθωμανούς (1683) και τις συνθήκεςειρήνης του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασσάροβιτς (1718) –μαζί με τις συνεπαγόμενες εμπορικές συνθήκες– η Βιέννη αποτέλεσε ένα σημαντικό κέντρο εμπορίου για τους εμπόρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1723/26ιδρύθηκε από ελληνορθόδοξους εμπόρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Εμπορική Αδελφότητα και ο πρώτος ναός, το παρεκκλήσιο του ΑγίουΓεωργίου, που φιλοξενήθηκε στην κατοικία που ενοικίαζε ο ΑλέξανδροςΜαυροκορδάτος, ο «εξ Απορρήτων», επειδή οι οθωμανοί υπήκοοι δεν είχαν δικαίωμα ακίνητης ιδιοκτησίας στη Βιέννη. Μόλις το 1802 αγοράστηκε από το ΓεώργιοΚαραγιάννη η οικία της κοινότητας, στην οποία στεγάζεται έως και σήμερα, ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Σε μαρτυρίες απογραφής του 1766/67 εμφανίζονται ως έμποροι στη Βιέννη 134οθωμανοίυπήκοοι, από τους οποίους οι 82 καταγράφονται ως Έλληνες (δηλαδή Ελληνορθόδοξοι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία). Οι Έλληνες της Βιέννης κατά τον 18ο και τον πρώιμο 19ο αι. προέρχονταν κυρίως από τις περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Η σύντομη διαδρομή μέσω της οδού Griechengasse οδηγεί από τον Άγιο Γεώργιο στην Αγία Τριάδα. Η κοινότητα της ΑγίαςΤριάδος έλαβε αυτοκρατορικάπρονόμια το 1787. Ιδρύθηκε από ελληνορθοδόξους, οι οποίοι είχαν γίνει υπήκοοι της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Το 1801 η κοινότητα της Αγίας Τριάδος αποφάσισε σε συνεργασία με την κοινότητα του Αγίου Γεωργίου την ίδρυση ενός ελληνικούσχολείου. Στις 6 Μαΐου 1804 ο αυτοκράτοραςΦραγκίσκοςΑ' χορήγησε στην Ελληνική Εθνική Σχολή τα δικαιώματαδημόσιουεκπαιδευτηρίου. Ακόμη και σήμερα το ελληνικό σχολείο στεγάζεται στους χώρους της πάλαι ποτέ Εθνικής Σχολής, στον δεύτερο όροφο πάνω από τον ναό της Αγίας Τριάδος. Στον πρώτο όροφο στεγάζεται από το 1963 και η ΜητρόποληΑυστρίας, δίπλα στην επίσημη αίθουσα συνεδριάσεων της κοινότητας. Οι επιτυχημένοι Έλληνες έμποροι εντάχθηκαν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της Βιέννης, ενώ μερικοί από αυτούς έλαβαν αυτοκρατορικούς τίτλους (π.χ. του Ιππότη, του Βαρόνου, του Κόμη). Ονόματα όπως Σίνας, Κάραγιαν, Δούμπας, Νάκος, Τίρκας, Σπίρτας και Κάπρας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Βιέννης του 19ου αι.
Δυναστεία Σίνα Η οικογένεια Σίνα υπήρξε μία από τις σημαντικότερες ελληνικές δυναστείες ευεργετών στη Βιέννη και την Ελλάδα. Οι τρεις γενιές της οικογένειας άφησαν ισχυρό αποτύπωμα στον οικονομικό, επιστημονικό και πολιτιστικό τομέα.
1η Γενιά: Σίμων Σίνας (1753-1822) Καταγόταν από τη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου και μετανάστευσε στη Βιέννη, όπου ανέπτυξε ισχυρή εμπορική και τραπεζική δραστηριότητα. Ιδρυτής της οικονομικήςαυτοκρατορίας της οικογένειας, κατόρθωσε να συμπεριληφθεί μεταξύ των μεγαλύτερων κεφαλαιούχων της πόλης, με έναν συνδυασμό δραστηριοτήτων και συμμετοχή σε μετοχικές εταιρείες που επένδυαν σε τομείς ανεξάρτητους από το εμπόριο. Το 1816, συμμετείχε στην ίδρυση της Nazionalbank, της πρώτηςμετοχικήςτράπεζας στη Βιέννη. Συνέβαλε στη χρηματοδότηση της ελληνικήςκοινότητας της Βιέννης και της ΟρθόδοξηςΕκκλησίας.
2η Γενιά: Γεώργιος Σίνας (1783-1856) Γιος του Σίμωνα, ανέλαβε εξ ολοκλήρου την επιχειρηματική κληρονομιά και το βάρος της διεύθυνσης του οίκου. Υπήρξε μεταξύ των πρώτων μετόχων του εργοστασίουνηματουργίας στο Pottendorf, που ήταν η πρώτημηχανικάεξοπλισμένημονάδαπαραγωγήςνημάτων στην Αυστρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το εργοστάσιο απασχολούσε, το 1811, γύρω στους 1.800 εργάτες. Ο Γεώργιος Σίνας εξελέγηπρώτος μεταξύ των 10 διευθυντών-μεγαλύτερων μετόχων της Nazionalbank και το 1849 πήρε τη θέση του υποδιοικητή. Το 1838 πήρε το αυτοκρατορικό προνόμιο για την κατασκευή του σιδηροδρομικούδικτύου και ο Σίνας θεωρείται πατέρας των σιδηροδρόμων των νοτίως του Δούναβη χωρών, καθώς και της Βαλκανικής. Επίσης υπήρξε ο ιδρυτής της πρώτηςατμοπλοϊκήςεταιρείας του Δουνάβεως και χρηματοδότησε έργαυποδομής στην Ουγγαρία, γνωστότερο των οποίων είναι η κατασκευή της περίφημης γέφυραςτωνΑλυσίδων που ένωνε τη Βούδα με την Πέστη. Διέθεσε μεγάλο μέρος των κεφαλαίων του για την αγοράακινήτων και έγινε ο μεγαλύτερος τότε γαιοκτήμονας και ιδιοκτήτης αρχοντικών οικιών στην Αυστροουγγαρία. Διετέλεσε πρώτος γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Βιέννη. Στα ευεργετήματά του προς την Αυστρία συγκαταλέγεται και σημαντική χρηματική χορηγία για την ίδρυση του Πολυτεχνείου και της ΑστρονομικήςΕταιρείας της Βιέννης. Επίσης, υποστήριξε την ελληνική κοινότητα της Βιέννης και την ανέγερση της ελληνορθόδοξης εκκλησίας της ΑγίαςΤριάδος. Στην οδό Hohen Markt 8 βρίσκεται το ανάκτορο του Σινά (Σίνα Μέλαθρον). Η πρόσοψη του κτιρίου ανακαινίσθηκε από τον Δανό αρχιτέκτονα ΘεόφιλοΧάνσεν. Το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1945. Επίσης, η οδός Σίνα (Sinagasse) στο Leopoldstadt φέρει το όνομά του ήδη από το 1877.
Ο Γεώργιος Σίνας προσέφερε αστρονομικά χρηματικά ποσά σε φιλανθρωπικά και πνευματικά ιδρύματα του ελληνικού κράτους: · Λύκειο Θηλέων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (το μετέπειτα Αρσάκειο) · Πανεπιστήμιο Αθηνών · Οφθαλμιατρείο · Αρχαιολογική Εταιρεία κ.ά. Η μεγαλύτερη δωρεά του, όμως, προς την Ελλάδα υπήρξε η ίδρυση του Αστεροσκοπείου στον Λόφο των Νυμφών της Αθήνας, του οποίου η ανέγερση (1842-1845) πραγματοποιήθηκε από τον αρχιτέκτονα ΘεόφιλοΧάνσεν. Επίσης φρόντισε για τον εξοπλισμό του κτηρίου με κατάλληλα μετεωρολογικά και αστρονομικάόργανα. Για την προσφορά του τιμήθηκε με το μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος.
3η Γενιά: Σίμων Σίνας (1810-1876) Γιος του Γεωργίου, συνέχισε το έργο του πατέρα του, και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες της Ελλάδας. Στην Αυστροουγγαρία προσέφερε τεράστια χρηματικά ποσά για φιλανθρωπικούς και πνευματικούς σκοπούς: ΕμπορικήΣχολήΒιέννης, ΕταιρείαΦίλωνΜουσικήςΒιέννης, νοσοκομεία και βρεφοκομεία της Βουδαπέστης, αποπεράτωση της ΟυγγρικήςΑκαδημίας στη Βουδαπέστη. Οι ευεργεσίες του στη Βιέννη περιλαμβάνουν τη χρηματοδότηση επιστημονικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων. Επίσης, συνέχισε τη στήριξη της ελληνικήςκοινότητας και της ελληνορθόδοξης εκκλησίας της ΑγίαςΤριάδος. Στην Ελλάδα ο Σίμων Σίνας ο νεότερος, χρηματοδότησε την ανέγερση της ΑκαδημίαςΑθηνών, του επιβλητικού νεοκλασικού κτιρίου που ανήκει στην περίφημη “Αθηναϊκή Τριλογία” μαζί με την Εθνική Βιβλιοθήκη και το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνέβαλε στην αποπεράτωση του ΜητροπολιτικούΝαούΑθηνών, συνέχισε την υποστήριξη του ΑμαλίειουΟρφανοτροφείου και τη συντήρηση του Αστεροσκοπείου και χρηματοδότησε την εκπαίδευση και την έρευνα. Ένας κρατήρας στη σελήνη φέρει το επώνυμό του προς τιμή του.
Δυναστεία Δούμπα Η οικογένεια Δούμπα υπήρξε μία από τις σημαντικότερες ελληνικές δυναστείες ευεργετών, με αξιοσημείωτη παρουσία στη Βιέννη και την Ελλάδα. Η προσφορά τους, ιδιαίτερα στον πολιτιστικό τομέα, άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα. 1η Γενιά: Στέργιος Δούμπας (1794-1870) Καταγόταν από το Λινοτόπι του Γράμμου, στην περιοχή της Καστοριάς. Μετά την καταστροφή του οικισμού από Τουρκαλβανούς, η οικογένειά του κατέφυγε στις Σέρρες και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Βιέννη. Στη Βιέννη, ανέπτυξε εμπορικές δραστηριότητες, αρχικά εργαζόμενος στην επιχείρηση του μετέπειτα πεθερού του, ΜιχαήλΚούρτη. Ως ευεργέτης, χρηματοδότησε την ίδρυση και λειτουργία του ΔούμπιουΝηπιαγωγείου στις Σέρρες, την ανέγερση κτηρίου ΑλληλοδιδακτικήςΣχολής το 1835 και τη στέγαση του πρώτου Παρθεναγωγείου το 1853. 2η Γενιά: Νικόλαος Δούμπας (1830-1900) Γεννημένος στη Βιέννη, γιος του ΣτέργιουΔούμπα και της ΜαρίαςΚούρτη, αναδείχθηκε σε εξέχουσα προσωπικότητα της αυστριακής κοινωνίας και έμεινε στην ιστορία ως μαικήναςτωντεχνών. Οι εικαστικέςτέχνες βρίσκονταν πάντοτε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Νικόλαου Δούμπα, ωστόσο εκείνο που τον συγκινούσε περισσότερο από νεαρή ηλικία ήταν η μουσική. Για πολλά χρόνια διετέλεσε μέλος και στη συνέχεια πρόεδρος του ΣυλλόγουΑνδρικήςΧορωδίας της Βιέννης. Ανέπτυξε και διατήρησε πολύ καλές φιλικές σχέσεις με τον ΓιόχανΣτράους, η ιδιαίτερη εκτίμηση του οποίου τον είχε οδηγήσει το 1858 να γράψει την «Πόλκα των Ελλήνων» (Hellenen Polka op. 203). Στην εξοχική κατοικία του Δούμπα, στις όχθες του Δούναβη, ο Στράους συνέθεσε και πρωτοπαρουσίασε το 1867 το περίφημο Βαλς του Δουνάβεως (Donauwalzer), ένα από τα δημοφιλέστερα κομμάτια της κλασικής μουσικής. Ο Νικόλαος υπήρξε, επίσης, επιστήθιος φίλος του ΓιοχάνεςΜπραμς, με τον οποίο αντάλλασε συχνά επιστολές, πολλές από τις οποίες σώζονται μέχρι σήμερα. Μια από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της μουσικής που επισκεπτόταν και συνέθετε στην κατοικία του Δούμπα ήταν ο ΡίχαρντΒάγκνερ. Το 1861, όταν στη Βιέννη γίνονταν οι προετοιμασίες της πρεμιέρας της όπερας «Τριστάνος και Ιζόλδη», ο Βάγκνερ ήταν φιλοξενούμενος του Δούμπα και εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι όλοι οι πρωταγωνιστές της όπεράς του διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με αυτόν.
Το όνομα του Δούμπα, ωστόσο, έχει συνδεθεί άμεσα με την προστασία, τη διάσωση και την προβολή του έργου του ΦράντςΣούμπερτ, καθώς υπήρξε ο κάτοχος της σπουδαιότερης συλλογής αυτογράφων του σπουδαίου μουσικού. Το ΜέλαθρονΔούμπα, στη νεοσύστατη και αριστοκρατική περιφερειακή λεωφόρο της Βιέννης, ήταν πόλος έλξης αλλά και το απόλυτο σημείοσυνάντησης της καλλιτεχνικής, πνευματικής και οικονομικής ζωής της πόλης. Το Palais Dumba διασώζεται ώς και τις μέρες μας, όντας πια εμπορικό κτίριο γραφείων και καταστημάτων. Στο εν λόγω πενταώροφο παλάτι ο Δούμπας είχε δωμάτια φιλοτεχνημένα από τους Μάκαρτ, Κλιμτ και άλλους σπουδαίους ζωγράφους της εποχής, αλλά και έργα τους αποκλειστικά για το μέγαρό του. Στο ίδιο μέλαθρο φιλοξενήθηκε και ο ΓεώργιοςΑβέρωφ κατά την περίοδο 1880-1881, ο οποίος περιλαμβανόταν επίσης στον κύκλο των εκλεκτώνφίλων του Δούμπα. Ειδικά για την υποδοχή των Ελλήνων προσκεκλημένων, ο Δούμπας είχε κοντά στην εξώπορτά του κεντημένη σε μια κουρτίνα με μεγάλα χρυσά γράμματα τη λέξη «χαίρε».
Εκτός από το Μέγαρο του ΣυλλόγουΜουσικής, ο Νικόλαος Δούμπας χρηματοδότησε την ανέγερσηανδριάντα προς τιμήν του Σούμπερτ, μνημείου του Μότσαρτ, του Μπραμς, και ανδριάντα του Μπετόβεν, που φιλοτέχνησαν σπουδαίοι γλύπτες της εποχής. Επίσης, το όνομα του Νικολάου είναι στενά συνδεδεμένο και με την ανέγερση πολλών ιστορικώνδημόσιωνκτηρίων της Βιέννης. Με την ιδιότητα του φιλότεχνου αλλά, από το 1870, και του βουλευτή ανέλαβε μαζί με τον αρχιτέκτονα Χάνσεν την ανέγερση του συγκροτήματος του Κοινοβουλίου της Βιέννης που περιλάμβανε το μέγαρο του Κοινοβουλίου και το μνημειακό συντριβάνι με το άγαλμα της ΠαλλάδαςΑθηνάς. Επίσης, αναμείχθηκε ενεργά στην οικοδόμηση του Πανεπιστημίου της πόλης, αναλαμβάνοντας την τακτοποίηση των δεκάδων διοικητικών και οικονομικών προβλημάτων που προέκυψαν και εξασφαλίζοντας άμεσα την αναγκαία συμπληρωματική χρηματοδότηση 200.000 φιορινιών. Με έντονο ενδιαφέρον και σημαντική οικονομική ενίσχυση από μέρους του, ο Δούμπας παρακολούθησε στενά και την ανέγερση του Δημαρχείου της Βιέννης, την ανακαίνιση του καθεδρικούναού του ΑγίουΣτεφάνου και του Οίκου των Καλλιτεχνών. Τέλος μαζί με τον Αυτοκράτορα και τον Πάπα υπήρξαν οι βασικοί δωρητές του πομπώδους μνημείου της απελευθέρωσηςτηςΒιέννης από τους Οθωμανούς που βρισκόταν μέσα στον καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου και καταστράφηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1880 εκλέχτηκε επίτιμομέλος της ΑκαδημίαςΕικαστικώνΤεχνών σε αναγνώριση της πολύτιμης προσφοράς του στην τέχνη. Διετέλεσε «Μυστικοσύμβουλος» του Αυτοκράτορα και κατέλαβε σημαντικές θέσεις ως εισηγητής και μέλοςεπιτροπών. Από τις θέσεις αυτές προσέφερε πολύτιμο κοινωνικό έργο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μερίμνησε για το νοσοκομείοπαίδων, το ίδρυμαπτωχών και ανιάτων, το ίδρυμαπερίθαλψηςτυφλών και τον σύλλογοκωφαλάλων, τη στήριξη των απόρων και τη θεμελίωσησχολείων.
Η φιλανθρωπική του δράση υπήρξε ιδιαίτερα γενναιόδωρη και στην Ελλάδα, την οποία συνέδραμε ποικιλοτρόπως. Με δωρεά της οικογένειας Δούμπα έχει ζωγραφιστεί η ζωφόρος του κτηρίου του ΠανεπιστημίουΑθηνών, όπου τα ονόματα Στέργιος και ΝικόλαοςΔούμπας αναγράφονται στην πλάκα των ευεργετών στην είσοδό του. Λίγο πριν από το θάνατό του το 1900, κληροδότησε 30.000 φράγκα, ποσό τεράστιο για την εποχή, στο ΝοσοκομείοΣερρών και πολλά φιορίνια στο Δημοτικό Σχολείο της Βλάστης, της Κοζάνης και των Σερρών. Στη Βιέννη, διατηρώντας την ορθόδοξηπίστη του πατέρα του στάθηκε αρωγός της ελληνορθόδοξηςεκκλησίας, προς την οποία έκανε επίσης πολλές δωρεές, ενώ διατέλεσε και πρόεδρος της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής κοινότητας του Αγίου Γεωργίου, απ᾽ όπου διαχειρίστηκε με εξαίρετο τρόπο τα συμφέροντα των Ελλήνων της Βιέννης. Επίσης κάθε Έλληνας που ερχόταν στην πόλη τον είχε παραστάτη του, καθώς ο Νικόλαος νοιαζόταν πραγματικά για την προκοπή των απόδημων Ελλήνων. Η οδός του Μεγάρου Μουσικής, που ονομαζόταν Οδός Καλλιτεχνών, πέντε μέρες μετά το θάνατο του Νικολάου, μετονομάστηκε σε «Οδό Δούμπα» (Dumba-Strasse), με απόφαση του Δήμου της Βιέννης «σε εκτίμηση των μεγάλων προσφορών του εκλιπόντος».
3η Γενιά: Θεόδωρος Δούμπας Υπήρξε και συνέχεια από τον Θεόδωρο Δούμπα, ο οποίος συνέχισεανελλιπώς τις ευεργεσίες της οικογένειας, διατηρώντας την παράδοση προσφοράς στην κοινωνία. Μελετώντας αυτά που προανέφερα και άλλα ακόμη, που ο περιορισμένος χώρος της εφημερίδας δεν μου επιτρέπει να αναφέρω, πολλές φορές σκέφτηκα, πόσα θα είχα να πω στον Mr Herrmann και να αντιτάξω στην επηρμένη οφρύ των Αυστριακών συμφοιτητών μου. Επίσης, αν τα ήξερα όλα αυτά, θα έλεγα στον κ. Μίρκοβιτς, τον διευθυντή του χοροδιδασκαλείου του Γκρατς, που προετοίμαζε τους γόνους των πλουσίων οικογενειών για το ντεμπούτο τους στον χορό της Όπερας «το οφείλεις στον Δούμπα να με πάρεις» και δεν θα με δυσκόλευε τόσο μέχρι να με δεχθεί στη σχολή του... Αυτή η ευκαιρία χάθηκε για πάντα. Σημασία, όμως, έχει ότι οι ευεργέτες αποτελούν σπουδαίο παράδειγμα προς μίμηση για όλους μας και φυσικά είναι πολύ περισσότεροι από τα μέλη των δύο οικογενειών που προανέφερα. Ο Συγγρός, ο Αρσάκης, ο Αβέρωφ, ο Βαρβάκης, ο Δρομοκαΐτης, οι Ζωσιμάδες, ο Μαρασλής, ο Μπενάκης, ο Παπάφης, ο Σιβιτανίδης και πολλοί, πολλοί άλλοι είναι φωτεινά παραδείγματα αλτρουισμού, γενναιοδωρίας και μεγαλοψυχίας. Χωρίς αυτούς, πολλά από τα σύμβολα της Ελλάδας, όπως το Ζάππειο, το ΠαναθηναϊκόΣτάδιο, η ΑκαδημίαΑθηνών και το Πολυτεχνείο, δεν θα υπήρχαν. Αναγνωρίζοντας τη σημασία των ευεργεσιών τους, που ίσως στις μέρες μας να μοιάζει ασύλληπτη και δυσνόητη, κατανοώντας πώς σκέφτονταν και ενεργούσαν, ανακαλύπτουμε τι σημαίνει ανιδιοτελήςπροσφορά και μέσω αυτής μπορούμε να εμπνευστούμε για υψηλότερα ιδανικά και σπουδαίο οραματισμό. Οι Έλληνες ευεργέτες έπαιξαν καθοριστικόρόλο στη δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας. Η συνεισφορά τους στην εκπαίδευση, την υγεία, τον πολιτισμό και την άμυνα της χώρας είναι ανεκτίμητη και οι δωρεές τους συνεχίζουν να επηρεάζουν τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων.
Πηγές: Μπαρμπα-Google, Χρήστος Μπουτάτος, Οι Μεγάλοι Ευεργέτες της Ελλάδας, εκδ. Φυλάτος, Θεσσαλονίκη 2018, Βασιλική Σειρηνίδου, Διδακτορική Διατριβή, Έλληνες στη Βιέννη, 1780-1850, Αθήνα 2002